Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σκαριφισμός

См. также в других словарях:

  • σκαριφισμός — ο, Ν [σκαριφίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαριφίζω, χάραγμα, ξύσιμο 2. ιατρ. σκαριφησμός 3. εθνολ. τελετουργική επιφανειακή χαραγή τού δέρματος, κυρίως στο πρόσωπο, που εφαρμόζεται από ορισμένους λαούς ως ένδειξη τής κλάσης ηλικίας… …   Dictionary of Greek

  • σκαριφισμοῖς — σκαρῑφισμοῖς , σκαριφισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαριφισμοῖσι — σκαρῑφισμοῖσι , σκαριφισμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»