-
1 σκαρῑφισμός
σκαρῑφισμός, ὁ, das Aufkratzen od. Aufritzen, insbes. ein leichter, flüchtiger Entwurf, ein oberflächliches Gekritzel; λογων σκαριφισμοί, Ar. Ran. 1493, subtiles Geschwätz, das aus nichtswürdigen Kleinigkeiten etwas Großes macht, Spitzfindelei, οἷον σκαρισμοὶ καὶ λεπτολογίαι, σκιαγραφίαι, Schol.
-
2 σκαρῑφισμός
σκαρῑφισμός, ὁ, das Aufkratzen od. Aufritzen, insbes. ein leichter, flüchtiger Entwurf, ein oberflächliches Gekritzel; λογων σκαριφισμοί, subtiles Geschwätz, das aus nichtswürdigen Kleinigkeiten etwas Großes macht, Spitzfindelei -
3 σκαρισμός
σκαρισμός, ὁ, = σκαρϑμός; Hesych. u. Eust.; vgl. auch Schol. Ar. Ran. 1493, wo es neben λεπτολογίαι Erkl. von σκαριφισμός ist.
-
4 σκαρῑφηθμός
σκαρῑφηθμός, ὁ, = σκαριφισμός, Numen. bei Eust.
См. также в других словарях:
σκαριφισμός — ο, Ν [σκαριφίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαριφίζω, χάραγμα, ξύσιμο 2. ιατρ. σκαριφησμός 3. εθνολ. τελετουργική επιφανειακή χαραγή τού δέρματος, κυρίως στο πρόσωπο, που εφαρμόζεται από ορισμένους λαούς ως ένδειξη τής κλάσης ηλικίας… … Dictionary of Greek
σκαριφισμοῖς — σκαρῑφισμοῖς , σκαριφισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαριφισμοῖσι — σκαρῑφισμοῖσι , σκαριφισμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)