Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σκαρθμός

См. также в других словарях:

  • σκαρθμός — leaping masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμός — ὁ, Α 1. πήδημα, σκίρτημα, τρέξιμο («ἵππου σκαρθμός», Άρατ.) 2. συνεκδ. (για πλοίο) ο γοργός πλους σε κυματώδη θάλασσα («σκαρθμὸς στόλου», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ τού σκαίρω* + επίθημα θμός (πρβλ. κλαυ θμός, ρυ θμός)] …   Dictionary of Greek

  • σκαρθμοῖς — σκαρθμός leaping masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμοῖσι — σκαρθμός leaping masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμοῖσιν — σκαρθμός leaping masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμοί — σκαρθμός leaping masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμούς — σκαρθμός leaping masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμῶν — σκαρθμός leaping masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμῷ — σκαρθμός leaping masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρθμόν — σκαρθμός leaping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρθμός — και σκαρθμός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαρθμός* με σίγηση τού αρκτικού σ ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»