-
1 λίσγος
-
2 λίσγος
λίσγος, ὁ, Grabscheit, Schaufel, Hacke zum Ebenen des Bodens -
3 *λίσγος
*λίσγοςGrammatical information: adj.Meaning: only dimin. λισγάριον `spade, mattock' (sch. Theoc. 4, 10, Suid. s. σκαφείδιον), NGr. λισγάρι.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Several hypotheses: from *λίγ-σκος to Lat. ligō `mattock' (Prellwitz1); from *λίδ-σκος (Prellwitz2) or *λίδ-γος (Specht KZ 66, 220) to λίστρον (s. v.). Fur. 294 objects to a suffix - σκ-, referring to Schwyzer 541. So rather Pre-Greek.Page in Frisk: 2,129Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > *λίσγος
-
4 πλατυ-λίσγων
πλατυ-λίσγων, ωνος, ὁ (λίσγος), ein vorn breites Werkzeug der Gärtner, Grabscheit, Vett. Math.
-
5 λισγάριον
-
6 λισγάρι
το, λίσγος ο лопата, заступ
См. также в других словарях:
λίσγος — ο (Α λίσγος) είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. *λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *λίγσκος (πρβλ. μίσγω < *μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, ōnis… … Dictionary of Greek
λίσγον — λίσγον, τὸ (Α) ο λίσγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λίσγος*) … Dictionary of Greek
лезвие — диал. лезьё, севск. (Преобр.), лёзо – то же, лезиво, арханг., лёз рубанок бондаря , укр. лезо, лезво, блр. лезiво, др. русск. лезъ острие клинка (Бор. Годунов, 1589 г.; см. Срезн. II, 16). Неясно. Абсолютно гадательно сравнение с лат. ligō… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
лыскарь — заступ, железная лопата , также ласкарь лопата , псковск. (Даль), лыскорь железная лопата , арханг. (Подв.), др. русск. лыскарь кирка, железн. лопата (Лаврентьевск. летоп.). По мнению Мелиоранского (ИОРЯС 10, 4, 124), из тюрк.: ср. казах. lesker … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λίσγευμα — λίσγευμα, τὸ (Μ) σκάμμα, τάφρος, χαντάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λισγεύω < λίσγος*] … Dictionary of Greek
λίστρο — το (Α λίστρον) νεοελλ. κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών αρχ. σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. τρον (πρβλ. άρο τρον, ζεύσ τρον), πιθ. < *λίτ τρον… … Dictionary of Greek
λισγάρι — το (AM λισγάριον, Μ και λισγάριν και λισκάριν) σκαπτικό εργαλείο, σκαπάνη, αξίνα, σκαλιστήρι μσν. μονάδα μήκους 25 περίπου εκατοστομέτρων που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση τού βάθους ορυγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λισγάρι(ον) < λίσγος*] … Dictionary of Greek
μονολίσγιον — και μονολίσκιν, τὸ (Μ) μέτρο χωρητικότητας ίσο με 1,174 κυβικά μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * λίσγον / λίσγος] … Dictionary of Greek
πλατυλίσγων — ονος, ὁ, Α πλατύ λισγάρι, πλατύ σκαλιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λίσγος* «γεωργικό εργαλείο» + επίθημα ων] … Dictionary of Greek