Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκανδαλιστής

См. также в других словарях:

  • σκανδαλιστής — ὁ, Α πιθ. ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις πάνω σε τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον (για τη σημ. τής λ. βλ. λ. σκάνδαλο) + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κανδαλιστής — κανδαλιστής, ὁ (Α) επιγρ. ακροβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. τού σκανδαλιστής (< σκανδαλίζω)] …   Dictionary of Greek

  • σκάνδαλο — Ημιορεινός οικισμός(222 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (27 τ. χλμ., 578 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Μανδρότοπος (172 κάτ., υψόμ. 40 μ.) και Αγορά (184 κάτ., υψόμ. 220… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»