-
1 σκαλίζω
[скализо] р. рыть, разрывать, разгребать,вырезать, высекать (надпись),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκαλίζω
-
2 вытиснить
σκαλίζω με πίεση (να μπεί το τύπωμα μέσα στο χαρτί, μέταλλο, ύφασμα κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вытиснить
-
3 царапать
σκαλίζω, ξύνω, γρατσουνάω-ина η αμυχή, η γρατσουνιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > царапать
-
4 промотыжить
-жу, -жишьρ.σ.μ. σκαλίζω•промотыжить поле σκαλίζω το χωράφι•
промотыжить картофель σκαλίζω την πατάτα.
-
5 высечь
-
6 рыть
-
7 рыться
-
8 размешивать
размешивать Iнесов ζυμώνω:\размешивать тесто́ ζυμώνω ζυμάρι· \размешивать глину ζυμώνω λάσπη.размешивать IIнесов1. (смешивать) ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω, συμφύρω:\размешивать сахар в ко́фе ἀνακατώνω τήν ζάχαρη μέ τόν καφέ·2. (помешивать чем-л.) ἀνακατώνω, ἀνασκαλεύω, σκαλίζω:\размешивать у́г ли σκαλίζω τά κάρβουνα. -
9 ковырять
ρ.δ.1. μ. ανασκαλεύω, σκαλίζω• - хлеб σκαλίζω το ψωμί•ковырять в носу ανασκαλίζω τη μύτη•
ковырять в ушах ανασκαλίζω τ αυτιά•
землю ανασκαλεύω το χώμα.
2. μτφ. αργοδουλεύω, οκνεύω, -ομαι.εκφρ.ковырять лапти – (απλ.) πλέκω ή διορθώνω λάπτι (βλ. липоть).1. ανασκαλεύω, ανασκαλίζω.2. διορθώνω αργά, αβίαστα (μηχανή κ.τ.τ.). φροντίζω συνεχώς ή κάνω επιμελημένη δουλειά. -
10 мотыжить
-жу, -жишьρ.δ.μ. σκαλίζω•мотыжить землю σκαλίζω τη γη•.
-
11 окучить
ρ.σ.μ. σκαλίζω•окучить кукурузы σκαλίζω τα καλαμπόκια.
-
12 вырезать
1. (ножницами) κόβω, κόπτω, τέμνω 2. мед. εκτέμνω 3. (гравировать) χαράσσω, σκαλίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырезать
-
13 долбить
1. мет-об. εντέμνω, εγκόπτω, αυλακώνω 2. дер.-об. σκαλίζω (το ξύλο), λαξεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > долбить
-
14 мотыжение
το σκάλισμα της γηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мотыжение
-
15 разрыхлять
αραιώνω, βωλοκοπώ, σκαλίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрыхлять
-
16 резать
κόβω, κόπτω- по камню λαζεύω, σκαλίζωσμιλεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резать
-
17 ворошить
ворошитьнесов σείω, ἀνασκαλεύω:\ворошить сено ἀνασκαλέυω τό χόρτο· \ворошить огонь (ἀνα)σκαλεύω τή φωτιά, σκαλίζω τή φωτιά. -
18 выковыривать
выковыриватьнесов, выковырять сов ξύνω, σκαλίζω. -
19 вылепить
вылепитьсоз. πλάθω, πλαστουργῶ, λαξεύω, γλύφω, σκαλίζω. -
20 вырезать
вырезатьнесов, вырезать сов1. κόβω, κόπτω, τέμνω, ἀποκόπτω/ ἐκκόπτω, ἐκτέμνω (хирургическим путем):\вырезать опухоль ἐκτέμνω τόν ὀγκο·2. (гравировать) χαράζω, χαράττω, σκαλίζω·3. (убивать, истреблять) σφάζω, σφαγιάζω.
См. также в других словарях:
σκαλίζω — hoe pres subj act 1st sg σκαλίζω hoe pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλίζω — σκαλίζω, σκάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκαλίζω — σκάλισα, σκαλίστηκα, σκαλισμένος 1. σκάβω ελαφρά: Σκάλισε τα λουλούδια. – Μη σκαλίζεις τη μύτη σου. 2. ψαχουλεύω, ανασκαλεύω: Τι τα σκαλίζεις αυτά; 3. λαξεύω: Σκαλίζω το μάρμαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαλίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α σκάβω νεοελλ. 1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους 2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» λέγεται για εκείνους… … Dictionary of Greek
σκαλιζόμενα — σκαλίζω hoe pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek
ανασκαλεύω — 1. σκαλίζω πάλι ελαφρά, σκαλίζω με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, σκάβω 2. μτφ. (για φωτιά) υποδαυλίζω 3. (για πράγματα) ανακατώνω ζητώντας κάτι, προσπαθώ να εξιχνιάσω, ερευνώ … Dictionary of Greek
βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… … Dictionary of Greek
κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… … Dictionary of Greek
ξεσκαλίζω — 1. σκαλίζω το χώμα γύρω από τη ρίζα ενός φυτού 2. προσπαθώ να βρώ κάτι ανασκαλεύοντας διάφορα αντικείμενα 3. ερευνώ μια υπόθεση ξανά, ανακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαλίζω] … Dictionary of Greek
προσκαλίζω — Α [σκαλίζω] σκαλίζω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek