-
41 копаться
[καπατσα] ρ. σκαλίζω, ψάχνω -
42 окапывать
[ακάπυβατ*] ρ. (ανα)σκαλίζω -
43 расковыривать
[ρασκαβόριβατ*] ρ. σκαλίζω -
44 απελευθερώνω
[βυσικάτ'] ρ σκαλίζω -
45 высекать
[βυσικάτ'] ρ σκαλίζω -
46 ковырять
[καβυργιάτ'] ρ σκαλίζω" -
47 копаться
[καπατσα] ρ σκαλίζω, ψάχνω -
48 окапывать
[ακάπυβατ'] ρ (ανα)σκαλίζω -
49 расковыривать
[ρασκαβόριβατ'] ρ σκαλίζω -
50 вырезать(ся)
вы/ резать(ся) 1-ежу, -ежешь, προστκ. вырежи, κ. вырежь, ρ.σ.μ.1. κόβω, αποκόπτω, εκκόπτω, εκ-τέμνω, αφαιρώ, βγάζω•вырезать(ся) опухоль αφαιρώ τον όγκο•
вырезать(ся) картинки из книги κόβω τις εικόνες από το βιβλίο.
2. σκαλίζω, χαράσσω•вырезать(ся) свое имя на кольце χαράσσω το όνομα μου στο δαχτυλίδι.
3. ξεχωρίζω, δίνω•беднякам -ли лучшие земли στη φτωχολογιά έδωσαν τα καλύτερα χωράφια.
|| σφάζω, κατασφάζω•бандиты -ли все население деревни οι ληστές έσφαξαν όλους τους κατοίκους του χωριού•
1. κόβομαι, αποκόπτομαι.2. μτφ. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, φαίνομαι ζωηρά.выреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. вырезать(ся). -
51 вырубить
-блю, -бишь, ρ.σ.μ.1. κόβω, κόπτω, κατακόβω•вырубить рощу κόβω το δασάκι.
2. εκκόπτω, αφαιρώ, βγάζω κόβοντας•вырубить сук из бревна κόβω το χοντρό κλαδί από τον κορμό δέντρου.
|| εγκόπτω, εντέμνω, κάνω εγκοπή, εντομή. || πελεκώ, λαξεύω, σκαλίζω.3. εξορύσσω.εκφρ.вырубить огонь – πριοβολίζω, πιάνω φωτιά με τον πριόβολο.βγαίνω, εξέρχομαι, ανοίγω δρόμο κόβοντας τα εμπόδια. -
52 высечь
-
53 выцарапать
ρ.σ.μ.1. γρατσουνίζω, ξεγδέρνω.2. μτφ. αποσπώ με δυσκολία•он -ал у кассира аванс με δυσκολία αυτός μπόρεσε να’ πάρει προκαταβολή από τον ταμία.
3. γράφω κάτι σε σκληρό αντικείμενο, σκαλίζω.γρατσουνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.δυσκολεύομαι πολύ (τρομάζω) να βγω από δύσκολη κατάσταση. -
54 долбить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долбленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.1. σκάβω, βαθαίνω, εκκοιλαίνω, βαθουλώνω•-блю стену σκάβω τον τοίχο•
долбить камень κάνω λακκούβα στην πέτρα•
дятел дерево -ит ο δρυοκολάπτης τρυπά το δέντρο•
капля и камень -ит οι σταλαματιές και την πέτρα τρώνε•
улей σκαλίζω κυψέλη (από κορμό δέντρου).
2. χτυπώ διαρκώς. || χτυπώ, βάλλω συνεχώς με πυροβόλα, σφυροκοπώ.3. (απλ.) επαναλαβαίνω, κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.4. (απλ.) αποστηθίζω, απομνημονεύω, παπαγαλίζω•он часами -ит урок αυτός ώρες ολόκληρες αποστη θ. ίζει το μάθημα.
σκάβομαι, κοιλαίνομαι κλπ. ρ.μ. -
55 исковырять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исковырянный, βρ: -рян, -а, -оσκαλίζω, βαθουλώνω, ανοίγω λακκούβες. -
56 наковырять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наковырянный, βρ: -рян, -а, -о.1. σκαλεύω, σκαλίζω βγάζω.2. μτφ. κακοφτιάχνω. -
57 нацарапать
ρ.σ.1. μ. χαράσσω, σκαλίζω, γράφω. || κακογράφω, γράφω ορνιθοσκαλίσματα.2. καταγρατσουνίζω. -
58 обшарить
ρ.σ.μ. ψάχνω, ερευνώ παντού, σκαλίζω, ανασκαλεύω. -
59 огрести
-ебу, -ебшь, παρλθ. χρ. огрб-ребли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. огребн-ный, βρ: -бн, -бена, -беноρ.σ.μ. (απλ.)1. περι σκαλίζω.2. μτφ. παίρνω, αρπάζω. -
60 отковырять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отковырянный, βρ: -рян, -а, -оξύνω, σκαλίζω•, отковырять штукатуру ξύνω το σοβά.
См. также в других словарях:
σκαλίζω — hoe pres subj act 1st sg σκαλίζω hoe pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλίζω — σκαλίζω, σκάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκαλίζω — σκάλισα, σκαλίστηκα, σκαλισμένος 1. σκάβω ελαφρά: Σκάλισε τα λουλούδια. – Μη σκαλίζεις τη μύτη σου. 2. ψαχουλεύω, ανασκαλεύω: Τι τα σκαλίζεις αυτά; 3. λαξεύω: Σκαλίζω το μάρμαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαλίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α σκάβω νεοελλ. 1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους 2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» λέγεται για εκείνους… … Dictionary of Greek
σκαλιζόμενα — σκαλίζω hoe pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek
ανασκαλεύω — 1. σκαλίζω πάλι ελαφρά, σκαλίζω με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, σκάβω 2. μτφ. (για φωτιά) υποδαυλίζω 3. (για πράγματα) ανακατώνω ζητώντας κάτι, προσπαθώ να εξιχνιάσω, ερευνώ … Dictionary of Greek
βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… … Dictionary of Greek
κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… … Dictionary of Greek
ξεσκαλίζω — 1. σκαλίζω το χώμα γύρω από τη ρίζα ενός φυτού 2. προσπαθώ να βρώ κάτι ανασκαλεύοντας διάφορα αντικείμενα 3. ερευνώ μια υπόθεση ξανά, ανακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαλίζω] … Dictionary of Greek
προσκαλίζω — Α [σκαλίζω] σκαλίζω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek