-
121 σκαιοῖσιν
-
122 σκαιοτέραν
σκαιοτέρᾱν, σκαιόςleft: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
123 σκαιού
-
124 σκαιοῦ
-
125 σκαιώ
-
126 σκαιῷ
-
127 σκαιώι
-
128 σκαιῶι
См. также в других словарях:
Σκαιός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… … Dictionary of Greek
σκαιός — ή, ό επίρρ. ώς βάναυσος, τραχύς: Συμπεριφέρεται σκαιώς προς τους συναδέλφους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαιά — σκαιός left neut nom/voc/acc pl σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc/acc dual σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιότερον — Σκαιός left adverbial comp Σκαιός left masc acc comp sg Σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιότερον — σκαιός left adverbial comp σκαιός left masc acc comp sg σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιοτάτων — Σκαιός left fem gen superl pl Σκαιός left masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιοτάτων — σκαιός left fem gen superl pl σκαιός left masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιοτέρων — Σκαιός left fem gen comp pl Σκαιός left masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)