-
61 Σκαίον
-
62 Σκαῖον
-
63 Σκαιά
-
64 Σκαιᾷ
-
65 Σκαιάι
Σκαιᾷ, Σκαίηfem dat sg (attic doric aeolic)Σκαιᾷ, Σκαιόςleft: fem dat sg (attic doric aeolic) -
66 Σκαιᾶι
Σκαιᾷ, Σκαίηfem dat sg (attic doric aeolic)Σκαιᾷ, Σκαιόςleft: fem dat sg (attic doric aeolic) -
67 Σκαιάς
-
68 Σκαιᾶς
-
69 Σκαιή
-
70 Σκαιῇ
-
71 Σκαιήισι
Σκαιῇσι, Σκαίηfem dat pl (epic doric ionic)Σκαιῇσι, Σκαιαίfem dat pl (epic ionic)Σκαιῇσι, Σκαιόςleft: fem dat pl (epic ionic) -
72 Σκαιῆισι
Σκαιῇσι, Σκαίηfem dat pl (epic doric ionic)Σκαιῇσι, Σκαιαίfem dat pl (epic ionic)Σκαιῇσι, Σκαιόςleft: fem dat pl (epic ionic) -
73 Σκαιήσι
Σκαίηfem dat pl (epic doric ionic)Σκαιαίfem dat pl (epic ionic)Σκαιόςleft: fem dat pl (epic ionic) -
74 Σκαιῇσι
Σκαίηfem dat pl (epic doric ionic)Σκαιαίfem dat pl (epic ionic)Σκαιόςleft: fem dat pl (epic ionic) -
75 Σκαιαίς
-
76 Σκαιαῖς
-
77 Σκαιαί
Σκαίηfem nom /voc pl (doric)Σκαιαίfem nom /voc plΣκαιόςleft: fem nom /voc pl -
78 Σκαιοίο
-
79 Σκαιοῖο
-
80 Σκαιοίς
См. также в других словарях:
Σκαιός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… … Dictionary of Greek
σκαιός — ή, ό επίρρ. ώς βάναυσος, τραχύς: Συμπεριφέρεται σκαιώς προς τους συναδέλφους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαιά — σκαιός left neut nom/voc/acc pl σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc/acc dual σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιότερον — Σκαιός left adverbial comp Σκαιός left masc acc comp sg Σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιότερον — σκαιός left adverbial comp σκαιός left masc acc comp sg σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιοτάτων — Σκαιός left fem gen superl pl Σκαιός left masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιοτάτων — σκαιός left fem gen superl pl σκαιός left masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιοτέρων — Σκαιός left fem gen comp pl Σκαιός left masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)