-
1 грубоватый
грубоватыйприл ἀγροίκος, σκαιός, μέ χοντρούς τρόπους / χοντροειδής (о шутке). -
2 неучтивый
неучтивыйприл ἀσεβής, ἀγενής, ἀπολίτιστος, σκαιός. -
3 крутой
επ., βρ: крут, крути, круто; круче.1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•берег κρημνώδης ακτή•
крутой подъм απότομος ανήφορος•
крутой спуск απότομος κατήφορος•
крутой поворот απότομη στροφή.
2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•-ая перемена απότομη αλλαγή•
крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.
3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•-ые меры σκληρά μέτρα•
-ые слова βαριά λόγια.
|| μτφ. δυνατός, ισχυρός•крутой мороз δυνατή παγωνιά•
крутой ветер σφοδρός άνεμος.
4. πηχτός, σφιχτός•-ая каша πηχτός χυλός•
-ое тесто σφιχτό ζυμάρι•
-ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.
εκφρ.крутой кипяток – χοχλαστό νερό. -
4 невежа
α. κ, θ. αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος, βάναυσος, σκαιός. -
5 негладкий
επ.1. ανώμαλος, τραχύς.2. μτφ,. αγροίκος σκαιός. -
6 неприветливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. α-προσήγορος, ψυχρός,.κρύος• χλιαρός.2. μτφ. σκαιός, βλοσυρός σκυθρωπός. -
7 Awkward
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Awkward
-
8 Backward
adj.Not eager: P. ἀπρόθυμος, ὀκνηρρός.I am backward in the customs of the Greeks: V. λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων (Eur., Hel. 1246).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Backward
-
9 Blundering
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blundering
-
10 Boorish
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Boorish
-
11 Clown
subs.Peasant: P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργάτης, ὁ.Buffoon: P. and V. γελωτοποιός, ὁ.Play the clown, v.: P. γελωτοποιεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clown
-
12 Clownish
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clownish
-
13 Clumsy
adj.Poor, bad: P. and V. φαῦλος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clumsy
-
14 Dense
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dense
-
15 Doctor
subs.Leirned man: P. and V. σοφός, ὁ, σοφιστής, ὁ.Who shall decide when doctors disagree? ὅπου δʼ Ἀπόλλων σκαιὸς τίνες σοφοί; (Where Apollo is at fault, who are wise?) (Eur., El. 972).——————v. trans.met., adulterate: P. and V. κιβδηλεύειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Doctor
-
16 Dull
adj.Of the senses: P. and V. κωφός.Blunt: P. and V. ἀμβλύς.Of sound: P. and V. βαρύς.Tarniched: see Tarnished.Of the intelligence: P. and V. σκαιός, ἀμαθής, νωθής, ἀφυής, P. ἀναίσθητος, βλακικός, Ar. and P. δυσμαθής.Irksome: P. and V. δυσχερής, βαρύς.Uninteresting: P. ἕωλος, Ar. and P. ψυχρός.Sad: see Sad.——————v. trans.Tarnish: use P. and V. μιαίνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dull
-
17 Fault
subs.Mistake: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, σφάλμα, τό, P. ἁμάρτημα, τό, διαμαρτία, ἡ, πλημμέλεια, ἡ, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, τό.Sin: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, ἀδικία, ἡ, ἀδίκημα, τό, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ, πλημμέλημα, τό, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, τό.Defect, blemish: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ.Short-comings: P. ἐλλείμματα, τά.Be at fault, v.: P. and V. ἁμαρτάνειν, ἐξαμαρτάνειν, σφάλλεσθαι, πλημμελεῖν, P. πταίειν, διαμαρτάνειν, V. ἀμπλακεῖν ( 2nd aor.).My eye is al fault: V. τὸ δʼ ὄμμα μου νοσεῖ (Eur., Hel. 575).Where Apollo is at fault who are wise? V. ὅπου δʼ Ἀπόλλων σκαιὸς ᾖ τίνες σοφοί; (Eur., El. 972).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fault
-
18 Faulty
adj.P. and V. πλημμελής, σκαιός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Faulty
-
19 Foolish
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Foolish
-
20 Gauche
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gauche
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σκαιός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… … Dictionary of Greek
σκαιός — ή, ό επίρρ. ώς βάναυσος, τραχύς: Συμπεριφέρεται σκαιώς προς τους συναδέλφους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαιά — σκαιός left neut nom/voc/acc pl σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc/acc dual σκαιά̱ , σκαιός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιότερον — Σκαιός left adverbial comp Σκαιός left masc acc comp sg Σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιότερον — σκαιός left adverbial comp σκαιός left masc acc comp sg σκαιός left neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιοτάτων — Σκαιός left fem gen superl pl Σκαιός left masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιοτάτων — σκαιός left fem gen superl pl σκαιός left masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιοτέρων — Σκαιός left fem gen comp pl Σκαιός left masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)