-
1 σκαιωρέω
A = πανουργέω, devise mischievously,ἐπιβουλήν τινι Procop.Aed.1
Prooem., cf. Sch.S.OT 673.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαιωρέω
-
2 σκαιώρημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαιώρημα
-
3 σκαιωρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαιωρία
-
4 σκευωρός
σκευωρ-ός, όν,A = σκευοφύλαξ, Cratin.159. (In late Gr. written [full] σκαιωρ-έω, [suff] σκευωρ-ία, etc. (qq. v.) with - αι- representing [suff] σκεύωρ-ε- (cf. παρασκεάζω, σκεοθήκα, σκεοφύλαξ, etc.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκευωρός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский