-
1 σκαιωρία
σκαιωρίᾱ, σκαιωρίαmischief: fem nom /voc /acc dualσκαιωρίᾱ, σκαιωρίαmischief: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σκαιωρίᾱͅ, σκαιωρίαmischief: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 σκαιωρίᾳ
Βλ. λ. σκαιωρία -
3 σκαιωρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαιωρία
-
4 σκαιωρίας
σκαιωρίᾱς, σκαιωρίαmischief: fem acc plσκαιωρίᾱς, σκαιωρίαmischief: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 σκαιωρίαν
σκαιωρίᾱν, σκαιωρίαmischief: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
σκαιωρία — σκαιωρίᾱ , σκαιωρία mischief fem nom/voc/acc dual σκαιωρίᾱ , σκαιωρία mischief fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρίᾳ — σκαιωρίᾱͅ , σκαιωρία mischief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρία — ἡ, ΜΑ βλ. σκευωρία … Dictionary of Greek
σκαιωρίας — σκαιωρίᾱς , σκαιωρία mischief fem acc pl σκαιωρίᾱς , σκαιωρία mischief fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρίαν — σκαιωρίᾱν , σκαιωρία mischief fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευωρία — η, ΝΑ, και σκαιωρία Α [σκευωρός] δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου τής τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.) αρχ. 1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών 2. πολύ μεγάλη φροντίδα … Dictionary of Greek