Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σκέπας

См. также в других словарях:

  • σκέπας — covering neut nom/voc/acc sg σκέπᾱς , σκέπη covering fem acc pl σκέπᾱς , σκέπη covering fem gen sg (doric aeolic) σκέπᾱς , σκεπάω cover imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπας — αος, τὸ, Α 1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ. β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.) 2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη τής …   Dictionary of Greek

  • σκέπα — σκέπας covering neut nom/voc/acc pl σκέπᾱ , σκέπη covering fem nom/voc/acc dual σκέπᾱ , σκέπη covering fem nom/voc sg (doric aeolic) σκέπᾱ , σκέπος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) σκέπᾱ , σκεπάω cover pres imperat act 2nd sg σκέπᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπαι — σκέπας covering neut dat sg σκέπη covering fem nom/voc pl σκέπᾱͅ , σκέπη covering fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπαος — σκέπας covering neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… …   Dictionary of Greek

  • σκέπη — η, ΝΜΑ 1. σκέπασμα, κάλυμμα 2. μτφ. προ κάλυψη, προφύλαξη, προστασία, υπεράσπιση (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ. β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων προσέρχομαι πτερύγων», Πρόδρ. γ. «ἐν σκέπῃ τοῡ πολέμου», προφύλαξη από τον πόλεμο, Ηρόδ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • σκέπος — εος, τὸ, Α σκέπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σκέπας (βλ. και λ. σκέπας)] …   Dictionary of Greek

  • σκεπόωσι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)] …   Dictionary of Greek

  • чепец — род. п. чепца, укр. чепець, блр. чепец, др. русск. чепьць, болг. чепици мн. башмаки , сербохорв. чѐпац женский чепец , словен. čе̑рǝс, чеш., слвц. čерес, польск. сzерiес, в. луж. čе̌рс, н. луж. сорс, серс. Праслав. *čерьсь родственно лит.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ανθοσκεπής — ές 1. ο σκεπασμένος με λουλούδια 2. σκεπασμένος, στεγασμένος με ανθοφόρα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + σκεπής < σκέπας, σκεπός «σκέπη, σκέπασμα, κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον λογοτέχνη και πολιτικό Άγγελο Βλάχο] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»