Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

περί-σκεπτος

См. также в других словарях:

  • περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»