Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σκάσε!

  • 1 σκάζω

    (αόρ. έσκασα) 1. μετ.
    1) заставлять трескаться, лопаться; 2) мучить, терзать; удручать, сильно беспокоить;

    § σκάζω τό μυστικό — а) раскрывать тайну; — б) говорить откровенно;

    σκάζω κανόνι — а) отказываться платить долг; — б) обанкротиться;

    της εσκασε ένα φιλί он её чмокнул;
    του εσκασε ένα χιλιάρικο он дал ему взятку в тысячу драхм; τούσκασε ένα χαστούκι он закатил ему пощёчину;

    τό σκάζω — удирать;

    τώσκασε απ' τη φυλακή он бежал из тюрьмы;

    τα σκάζω — швырять деньгами;

    2. αμετ.
    1) трескаться, лопаться; разрываться, взрываться (о бомбе и т. п.); έσκασε η μπόμπα а) бомба взорвалась; б) как разорвавшаяся бомба (о скандальной новости); 2) пробиваться; прорезываться (о зубах); έσκασε ο ήλιος проглянуло солнце; 3) перен. мучиться, терзаться; сильно беспокоиться;

    σκάζω απ' τη ζέστη — задыхаться от жары;

    4) умолкать, переставать говорить;

    σκάσε! — перестань!, замолчи!; — заткнись (прост.) § σκάζω απ' τα ( — или στα) γέλια — умирать со смеху; — покатываться со смеху;

    σκάζω απ' το κακό μου — лопаться от злости;

    εσκασε το παιδί απ' το κλάμα ребёнок закатился плачем;
    να σκάσεις! хоть тресни!; να σκάσει και να πλαντάξει! чтоб он сдох!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σκάζω

См. также в других словарях:

  • σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …   Dictionary of Greek

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • Греклиш — (англ. Greeklish, слияние слов Greek и English), также Grenglish и Латиноэллиника (греч. Λατινοελληνικά) жаргонный, сетевой вариант греческого языка, заключающийся в записи слов греческого языка буквами латинского афлавита. Используется… …   Википедия

  • κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… …   Dictionary of Greek

  • περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …   Dictionary of Greek

  • πλαντάζω — και πλαντώ / πλαντῶ, άω, ΝΜ αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια 2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά»… …   Dictionary of Greek

  • Καλογεροπούλου, Ξένια — (Αθήνα 1934 –). Ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρική συγγραφέας. Έχει διακριθεί ως πρωταγωνίστρια του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης με μεγάλη γκάμα ρόλων και εμπειρία στο ενεργητικό της. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός, Πέτρος — (Αθήνα 1893 – 1984). Ηθοποιός και ποιητής. Ορφανός και αυτοδίδακτος, ξεκίνησε τη ζωή του ως υποδηματοποιός. Παράλληλα εργαζόταν ως ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίκτης στο Μεταξουργείο. Εκεί τον γνώρισε ο καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας και τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»