Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σιάλωμα

См. также в других словарях:

  • σιάλωμα — ornamental shield rim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιάλωμα — ώματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) το περιφερειακό διακοσμητικό τμήμα τής ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιγάλωμα με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] …   Dictionary of Greek

  • σιαλώματα — σιάλωμα ornamental shield rim neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιαλώματι — σιάλωμα ornamental shield rim neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»