-
1 σιρος
-
2 σιρός
σιρός, ὁ, auch σειρός geschrieben, die Grube, bes. um Getreide darin aufzubewahren; Eur. Phrix. 4, ὀλυρῶν τῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς, Dem. 8, 45, vgl. 10, 16; βολβῶν, Anaxandr. b. Ath. IV, 131 (v. 28); auch Wolfsgrube, lat. sirus. – [Eratosth. ep. 3 hat ι kurz, aber im gemeinen Leben nach Draco p. 81, 25 lang.]
-
3 σιρός
σιρόςpit: masc nom sg -
4 σιρός
-
5 σιρός
σιρός, ὁ, die Grube, bes. um Getreide darin aufzubewahren; auch Wolfsgrube, lat. sirus -
6 σιρός
Grammatical information: m.Meaning: `pit for keeping corn, silo' (Att. inscr. Va, S. Fr., E. Fr., D., hell. a. late), also (metaph.) `pitfall' (Longus) and = δεσμωτήριον (H.; s. on κέραμος).Other forms: Quantity changing, mostly short, later also σειρός).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical word without etymology. Supposition by Solmsen IF 30, 11 and Persson Eranos 20, 80ff.: prop. "bending in, falling in" to σιμός (s. v.) etc.; not very satisfactory. -- Here also σίραιον n. (- ος οἶνος) `boiled down must' (com. a.o.)? -- Furnée 255 considers σίραιον as Pre-Greek because of the ending - αιον.Page in Frisk: 2,710Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σιρός
-
7 σιρός
σιρός, οῦ, ὁ (Eur., Demosth. et al.; Longus 1, 11, 2; SIG 83, 10 οἰκοδομῆσαι σιρούς; PLond II, 216, 11 p. 186 [I A.D.]) a deep hole, pit, cave σιροῖς ζόφου 2 Pt 2:4 v.l. (s. σειρός). On the rdg. σειρά see s.v.—Field, Notes 241.—DELG. M-M. -
8 σιρός
ο см. σιλό -
9 σιροί
σιρόςpit: masc nom /voc pl -
10 σιρούς
σιρόςpit: masc acc pl -
11 σιρόν
σιρόςpit: masc acc sg -
12 σειρός:
σειρός: 2 Pt 2:4 v.l. σειροῖς, which is better spelled σιροῖς; s. σιρός.—DELG s.v. σιρός. M-M. -
13 σειρός
-
14 σιῤῥός
-
15 σιροίς
-
16 σιροῖς
-
17 σιρού
-
18 σιροῦ
-
19 σίρον
σίρονneut nom /voc /acc sgσίροςmasc acc sg -
20 δωδεκάπηχυς
δωδεκά-πηχυς, υ,A twelve cubits high,κολοσσοί Hdt.2.153
([etym.] δυω-); σιρός Anaxandr.41.28
, cf. BCH35.243 (Delos, ii B. C.), Philostr.VA4.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάπηχυς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σιρός — pit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιρός — ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών νεοελλ. τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών,… … Dictionary of Greek
σίρος — ὁ, Α βλ. σίρον … Dictionary of Greek
σιροῖς — σιρός pit masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιροί — σιρός pit masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιροῦ — σιρός pit masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιρούς — σιρός pit masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιρόν — σιρός pit masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλό — Βιομηχανική κατασκευή κυρίως από σκυρόδεμα, προορισμένη για εναποθήκευση δημητριακών, χημικών προϊόντων, μεταλλευμάτων κ.ά. προϊόντων, απόλυτα προφυλαγμένων από τις καιρικές συνθήκες. Υπάρχουν και σ. τα οποία είναι κατασκευασμένα κατά τρόπο ικανό … Dictionary of Greek
силос — •• [По мнению И. А. Короленко ( Лексикогр. сб. , 3, 1958, 139 и сл.), заимств. из исп. silo(s) подземное, глубокое, темное помещение , яма для хранения зерна , которое восходит к греч. σιρός мера объема; яма для хранения зерна . В русск. словарях … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Agriculture en Grèce antique — Laboureur, figurine en terre cuite rehaussée de peinture noire, Béotie, VIe siècle av. J.‑C., musée du Louvre L’agriculture est le fondement de la vie économique en Grèce antique. Par la mise en va … Wikipédia en Français