Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σιπαλός

См. также в других словарях:

  • σιπαλός — purblind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιπαλός — ή, όν, ΜΑ 1. μύωπας, κοντόφθαλμος 2. δύσμορφος, άσχημος 3. (κατά τον Ζωναρ.) «χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος» 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάργεμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με σιφλός* και εμφανίζει επίθημα αλός* (πρβλ. απ αλός)] …   Dictionary of Greek

  • σιπαλόν — σιπαλός purblind masc acc sg σιπαλός purblind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιπαλή — σιπαλός purblind fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»