Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σινίον

См. также в других словарях:

  • σινίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίνιον — sieve neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινίον — και σεννίον, τὸ, ΜΑ το κόσκινο, η κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η σύνδεση τού τ. με το ρ. σήθω «κοσκινίζω»] …   Dictionary of Greek

  • σινίου — σίνιον sieve neut gen sg σινίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σινίῳ — σίνιον sieve neut dat sg σινίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • QUADRATUS — I. QUADRATUS Apostolorum discipnlus. Praesul Atheniensis, post Publium. Adriano. Christianos persequenti, apologiam obtulit, addiditque orationem tam insignem, ut Imperatoris animum ad mitiora in flecteret. Hieron. de Scripterib. Baron. A. C. 125 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σείνιοι — οἱ, Α φρ. «σείνιοι τόποι» τόποι κατάλληλοι για το κοσκίνισμα τών σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σινίον* / σεινίον «κόσκινο»] …   Dictionary of Greek

  • σεννίον — τὸ, Α πιθ. βλ. σινίον …   Dictionary of Greek

  • σινί — το, Ν στρογγυλός μεγάλος χάλκινος ή σιδερένιος δίσκος που χρησιμοποιείται ως ταψί για ψήσιμο ή ως δίσκος για σερβίρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινίον «κόσκινο» (πρβλ. και τουρκ. sini)] …   Dictionary of Greek

  • σινιάζω — ΜΑ [σινίον] 1. κοσκινίζω, κρησαρίζω 2. συνταράσσω, αναστατώνω μσν. ταρακουνώ, κακομεταχειρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • σινιατήριον — τὸ, Α το σινίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινιάζω «κοσκινίζω» + επίθημα τήριον (πρβλ. ὁρμη τήριον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»