-
1 σινιατήριον
σινιατήριον, τό, auch σινίατρον, = σινίον, Sp.
-
2 σινιατήριον
σινιατήριονneut nom /voc /acc sg -
3 σινιατήριον
σινι-ᾱτήριον, τό, = sq., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σινιατήριον
См. также в других словарях:
σινιατήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινιατήριον — τὸ, Α το σινίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινιάζω «κοσκινίζω» + επίθημα τήριον (πρβλ. ὁρμη τήριον)] … Dictionary of Greek