-
21 μυχθίζω
μυχθίζω, bei geschlossenen Lippen einen Ton von sich geben, indem man den Athem durch die Nase ausstößt, schnaub en, Ausdruck der Angst, des Unmuths, Zorns, Spottes, Hesych. u. Suid. erkl. μυκτηρίζω, χλευάζω; so σιμὰ σεσηρὼς μυχϑίζεις, Mel. 52 (V, 179), spotten, höhnen, wie χείλεσι μυχϑίζουσα Theocr. 20, 13, du verziehest die Lippen zum Spott (vgl. μυλλαίνω); bei Pol. 15, 26 mit διαψιϑυρίζοντες ἐξελήρησαν verbunden.
-
22 σιμον
τό1) подъем, крутизнаπρὸς τὸ σ. Xen., Arst. — в гору;
ὑπερβάλλειν τὰ σιμά Xen. — преодолевать подъемы2) вздернутость или приплюснутость(τῆς ῥινός Xen.)
-
23 σιμος
31) курносый или плосконосый(ἀνήρ Her.; παιδίον Arst.)
2) с тупой мордой, тупорылый(ἥ φύσις τῶν ἵππων τῶν ποταμίων Her.)
3) тупой или вздернутый(ῥίς Plat., Arst.)
4) поднимающийся вверх, идущий в гору(χωρίον Arph.; ὁδός Xen.)
5) вогнутый, впалый(ἥ γαστέρ τῶν ἀδείπνων Xen.). - см. тж. σιμά и σιμόν
-
24 близко
близко πλησίον, κοντά, σι μά мы \близко знакомы γνωριζό μεθα από κοντά* * *πλησίον, κοντά, σιμάмы бли́зко знако́мы — γνωριζόμεθα από κοντά
-
25 близ
близпредлог с род. п. πλησίον, ἐγγύς, δίπλα, κοντά, σιμά. -
26 близко
близконареч1. πλησίον, ἐγγύς, σιμά, κοντά:быть \близко εἶμαι πλησίον, εἶμαι κοντά;2. (хорошо, вполне) στενά [-ῶς], ἀπό κοντά:\близко познакомиться γνωρίζομαι ἀπό κοντά; ◊ до города \близко ἡ πόλη εἶναι κοντά. -
27 вблизи
вблизинареч κοντά, σιμά, πλησίον, ἐγγύς:\вблизи города κοντά στήν πόλη; он \вблизи лучше видит κοντά βλέπει καλλίτερα. -
28 возле
возле1. нареч πλησίον, δίπλα, παραπλεύρως·2. предлог с-род. ἡ. δίπλα σέ, σιμά, κοντά σέ. -
29 мимо
мимонареч и предлог δίπλα, σιμά:пропустить что-л, \мимо ушей κάνω πώς δέν ἀκούω· пройти́ \мимо παρέρχομαι, περνώ δί·ἀπό· бить \мимо цели ἀστοχώ, δέν πετυχαίνω τό στόχο. -
30 неподалеку
неподалекунареч πλησίον, ὄχι μα-κρυά, κοντά, σιμά:он живет \неподалеку μένει ἐδῶ κοντά. -
31 поблизости
поблизостинареч κοντά, σιμά, πλησίον:быть (оказаться) \поблизости βρίσκομαι κοντά. -
32 βράζω
1. μετ.1) кипятить; варить;βράζω νερό (γάλα) — кипятить воду (молоко);
βράζω κρέας — варить мясо;
2) тех варить (металл);2. αμετ. 1) прям., перен. кипеть; бурлить; вскипать;τό νερό βράζει — вода кипит;
θάλασσα βράζει — море бурлит;
η δουλειά βράζει — работа кипит;
βράζω από θυμό — выходить из себя, быть в ярости;
βράζω από το κακό μου — или βράζ από κακία — кипеть злобой;
βράζω ολόκληρος — во мне всё кипит;
έβρασε το σιμά μου у меня кровь закипела в жилах, я был вне себя (от ярости, гнева);βράζει το αίμα του — у него кровь играет (в жилах); — в нём кровь играет; — у него горячая кровь;
βράζει το στήθος του — у него клокочет в груди;
2) вариться, развариваться;αυτά τα φασόλια δεν βράζουν — эта фасоль не разваривается;
3) бродить, закисать;4) перен. перегреваться, раскаляться, накаляться;τό σπίτι βράζει απ' τη ζέστη — в доме невыносимая жара;
τό χώμα βράζει — земля горит от зноя;
5) кишеть; изобиловать;βράζει η μυίγα — мухи кишмя кишат;
βράζουν τα μήλα στην αγορά — на рынке полно яблок;
§ βράζω με το ζουμί μου — лопаться от злости, зависти;
βράζει η κερασιά απ' τα κεράσια — черешня вся усыпана плодами;
αυτόν βράσ' τον он пустое место;βράσ' τα Χαράλαμπε! дело дрянь!; να σε βράσω! да сгори ты совсем!, пропади ты пропадом!; να (τα) βράσω τα λεφτά σου! плевать мне на твой деньги!;καθένας βράζει με το ζουμί του — погов, у каждого свои заботы;
σ' ενα καζάνι βράζουμε — погов, варимся в одном котле; — одну лямку тянем
-
33 περάσιμα
περά̱σιμα, περάσιμοςthat may be crossed: neut nom /voc /acc pl -
34 мимо
[μίμα] εχίρ. δίπλα, σιμά -
35 мимо
[μίμα] εχίρ δίπλα, σιμά -
36 близ
πρόθ. με γεν.1. πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•я живу близ города ζω κοντά στην πόλη.
2. παλ. σχεδόν, περίπου•близ полудня κατά (κοντά) το μεσημέρι.
-
37 близко
επίρ.πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•я живу близко от вас εγώ ζω κοντά σε σας•
близко познакомиться να γνωριστούμε από κοντά•
город близко η πόλη είναι κοντά.
|| μτφ. περίπου, γύρω, πάνω-κάτω•ей близко к сорока годам αυτή κόντευει τα σαράντα.
-
38 бровь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.το φρύδι, η όφρύς.εκφρ.не в бровь, а (прямо) в глаз – όχι σιμά στο στόχο, αλλά ακριβώς στο στόχο. -
39 вблизи
επίρ.πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•вблизи от города κοντά στην πόλη.
-
40 возле
επίρ.κοντά, πλησίον, σιμά, πλάι, δίπλα•он живет возле нас αυτός ζει κοντά σε μας.
См. также в других словарях:
σιμά — επίρρ. τοπ., κοντά: Το σπίτι τους είναι σιμά στο δικό μας. – Μένουμε σιμά. – Κάθισε σιμά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίμα — (I) η, Ν αρχ. βλ. σίμη. (II) το, Ν γεωλ. ονομασία που δόθηκε από τον Αυστριακό γεωλόγο Ε. Σουές το 1909 στο εσωτερικό, κάτω από το σιάλ, στρώμα τού στερεού φλοιού τής Γης, τα πετρώματα τού οποίου αποτελούνται κυρίως από πυρίτιο και μαγνήσιο.… … Dictionary of Greek
σιμά — σῑμά , σιμός snub nosed neut nom/voc/acc pl σῑμά̱ , σιμός snub nosed fem nom/voc/acc dual σῑμά̱ , σιμός snub nosed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
σιμός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το … Dictionary of Greek
ισοστασία ή ισοστατική ισορροπία — Οι συνθήκες ισορροπίας των διαφόρων τεμαχίων του φλοιού της Γης και το σύνολο των παραγόντων που την προκαλούν. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πρατ –την οποία υιοθέτησε, τροποποιώντας την σε ορισμένα σημεία, ο Άγγλος αστρονόμος Έιρι το 1885 (αργότερα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
OBLIQUARE visus — apud Statium Achill. l. 1. v. 323. de Achille, Mulcetur, laetumque rubet, visusque superbos Obliquat amoris indicium. Unde vetus Schol. Cum heroicum, inquit, et virile ante contueretur; nunc obliquatô visu, remittit austeritatem et assensum… … Hofmann J. Lexicon universale
λιθόσφαιρα — Το εξώτατο και στερεό περίβλημα της Γης. Σύμφωνα με την υπόθεση του Γκόλντσμιτ σχετικά με την εσωτερική δομή της Γης, η λ. θα πρέπει να έχει πάχος περίπου 1.200 χλμ. και να αποτελείται στο κατώτερο μέρος της από σίμα (sima), δηλαδή από πυριτικά… … Dictionary of Greek
κρεμάθα — η σανίδα, ράφι κρεμασμένο από τη δοκό τής στέγης («και μια κρεμάθα με πυτιές σιμά στον καπνοδόχο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμάθρα, με απλοποίηση τού συμπλέγματος θρ ] … Dictionary of Greek
μεσονυχτίς — επίρρ. κατά τη διάρκεια τού μεσονυκτίου, κατά τα μεσάνυχτα («μη δεν πετούσε αληθινά μεσονυχτίς σιμά του το φτερωτό σου τ όνειρο», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόνυχτο + επιρρμ. κατάλ. ίς* (πρβλ. αποβραδ ίς)] … Dictionary of Greek