Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σιλλός

См. также в других словарях:

  • Σίλλος — squint eyed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίλλος — squint eyed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίλλος — ὁ, ΜΑ σκωπτικό ποίημα, σάτιρα ή λίβελλος σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ. β. «σίλλοι ἔμμετρον σκῶμμα», Ησύχ.) αρχ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σίλλος αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τής… …   Dictionary of Greek

  • σιλλογράφοι — σίλλος squint eyed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλλογράφον — σίλλος squint eyed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλλογράφος — σίλλος squint eyed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίλλοι — Σίλλος squint eyed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίλλοι — σίλλος squint eyed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίλλοις — Σίλλος squint eyed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίλλοις — σίλλος squint eyed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίλλον — Σίλλος squint eyed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»