Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀνά-σιλλος

См. также в других словарях:

  • σιλλέα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τρίχωμα ἢ λεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σίλλος* (πρβλ. ἀνά σιλλος «αυτός που έχει ανασηκωμένα τα μαλλιά»)] …   Dictionary of Greek

  • ανάσιλλος — ἀνάσιλλος, ο (Α) κόμμωση, κατά την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται προς την κορυφή ανορθωμένα σε ιδιότυπη κοτσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σίλλος «σατυρικό ποίημα και γενικότερα προσβολή, χλευασμός, ειρωνεία»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»