-
1 ἀνά-σιλλος
ἀνά-σιλλος, od. ἀνάσιλος, ὁ, aufwärtsstehendes, struppiges Haupthaar; so scheint Arist. physiogn. 5, οἷον ἂν ἄσιλον (Bekk.), zu lesen, von dem Haarbüschel über der Stirn des Löwen, aber ibd. 6 hat Bekk. gewiß richtig οἱ τοῠ μετώπου τὸ πρὸς τῇ κεφαλῇ ἀναστεῖλον (A. ἀνάσιλλον) ἔχοντες, ἐλευϑέριοι, S. das Vor. Bei Poll. 4, 137 heißt so eine Sklavenlarve aus der Komödie, von dem struppigen Haare so benannt, aber Bekk. hat die v. l. ἀνάσιμος aufgenommen.
-
2 ἀνάσιλλος
ἀνά-σιλλος, od. ἀνάσιλος, aufwärtsstehendes, struppiges Haupthaar; eine Sklavenlarve aus der Komödie, von dem struppigen Haare so benannt
См. также в других словарях:
σιλλέα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τρίχωμα ἢ λεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σίλλος* (πρβλ. ἀνά σιλλος «αυτός που έχει ανασηκωμένα τα μαλλιά»)] … Dictionary of Greek
ανάσιλλος — ἀνάσιλλος, ο (Α) κόμμωση, κατά την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται προς την κορυφή ανορθωμένα σε ιδιότυπη κοτσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σίλλος «σατυρικό ποίημα και γενικότερα προσβολή, χλευασμός, ειρωνεία»] … Dictionary of Greek