Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σιλίγνιον

См. также в других словарях:

  • σιλίγνιον — siligo neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλίγνιον — τὸ, Α βλ. σίλιγνον …   Dictionary of Greek

  • σιλιγνίου — σιλίγνιον siligo neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλίγνια — σιλίγνιον siligo neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίλιγνις — και σέλιγνις, ίγνεως, ἡ, ΜΑ λεπτό αλεύρι από σιλίγνιον* («εἶτα ἐπέβαλον μέλι καὶ σιλίγνεως ἡμίσειαν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον σελίγνιον «είδος σίτου» + επίθημα ις] …   Dictionary of Greek

  • σίλιγνον — και σιλίγνιον και σελίγνιον, τὸ ΜΑ, και σιλίκνιον Μ λεπτό πρώιμο καλοκαιρινό σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. siligo, inis «είδος σίτου» + κατάλ. (ι)ον τών ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • σιλιγνάριος — και σιλιγινάριος και σιλιγνιάριος, ὁ, Α αυτός που πουλάει σιλίγνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. λατ. siligin arius] …   Dictionary of Greek

  • ՍԻՂԻԳՆ — ( ) NBH 2 0713 Chronological Sequence: Unknown date գ. Բառ յն. սի՛լիղնիս, սիլիղնիօն. σίλιγνις, σιλίγνιον siligo σιλιγνίτης ἅρτος panis siligineus. նաշիհ. եւ հաց ʼի նաշհոյ՝ ʼի գերմակ ալերէ. *Մի սիղիգն, որ է գրտակ (կամ գերմակ) հացիկն այնպէս օգուտ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»