Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σικ-

См. также в других словарях:

  • σικ — (I) Ν επίρρ. (τροπ.) (στον γραπτό λόγο με ειρων. σημ.) έτσι ακριβώς, κατ αυτόν τον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sic «έτσι»]. (II) ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) 1. (για πρόσ. και πράγμ.) κομψός, ευπρεπής, αριστοκρατικός (α. «ένας κύριος πολύ σικ» β. «το… …   Dictionary of Greek

  • σικ — επίθ., άκλ. (λ. γαλλ.), κομψός: Το φόρεμά σου είναι πολύ σικ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …   Dictionary of Greek

  • σικάτος — η, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που είναι σικ, κομψός, ευπρεπής, αριστοκρατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σικ «κομψός + κατάλ. άτος (πρβλ. φευγ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • δυσπερίληπτος — η, ο (Α δυσπερίληπτος, ον) νεοελλ. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συγκεφαλαιώσει αρχ. 1. αυτός που δύσκολα κυκλώνεται 2. αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το βλέμμα («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι… …   Dictionary of Greek

  • εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ …   Dictionary of Greek

  • εναγκυλώ — ἐναγκυλῶ ( άω και έω και όω) (Α) προσαρμόζω αγκύλη στο ακόντιο για να τό εξακοντίσω (α. «ἐχρῶντο δὲ αύτοῑς ἀκοντίοις ἐναγκυλῶντες», Ξεν. β. «ἐναγκυλοῡντας τὰ ῥιπτόμενα βέλη», Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

  • εναποπνέω — ἐναποπνέω (Α) 1. εκπνέω, πεθαίνω κάπου («ὅπως ταῑς πατρῴαις oἰκίαις ἐναποπνεύσωσι», Διόδ. Σικ.) 2. πεθαίνω σε μια περίσταση ή στη διάρκεια ενός έργου ή ευρισκόμενος σε μια κατάσταση («φιλοτιμότερον ἐμφυσῶν ἐναπέπνευσε τῷ αὐλῷ», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

  • εναποτίθεμαι — ἐναποτίθεμαι (AM) μσν. 1. περικλείω, περιλαμβάνω 2. παραδίδω στον θάνατο αρχ. 1. τοποθετώ μέσα σε κάτι, αποθέτω, βάζω στη θέση του 2. προξενώ 3. φρ. «ἐναποτίθεμαι τὴν ὀργήν» ξεθυμαίνω (Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

  • ενημερεύω — ἐνημερεύω (Α) [ημερεύω (I)] περνώ την ημέρα μου με κάποια ασχολία («ἐνημερεύσαντες ταῑς μελέταις», Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»