-
1 σίκ
-
2 σικύα
Grammatical information: f.Meaning: `bottle gourd, Lagenaria vulgaris' (Hp., Arist., Thphr. etc.), metaph. `bleeding cup' (Hp., com., Pl. etc.) with - υάζω `to cup' (Arr.), with - ύασις, - υασ-μός (late).Compounds: As 1. element in σικυ-ήλατον n. `patch of gourds, cucumbers' (Hp.; - ήρατον pap.); to ἐλαύνω (resp. with ρ for λ; Schwyzer 213 w. lit.).Derivatives: Besides σίκυος ( σικυός) m. `cucumber or melon, Cueumis (sativus)' (Hp., com., Arist. etc.), also σίκυς f. `id.' (Alc., Dsc., Gal.). -- From this: dimin. σικύ-διον n. (Phryn. Com., pap. II -- IIIp); - ώδης `cucumber-like etc.' (Hp., Thphr.), - ηδόν `like a cucumber' (medic.), - ών m. `cucumber patch', - ώνη f. = σίκυος ἄγριος, also `bleeding cup' (Hdt.; like κροτώνη a. o.), - ωνία f. = κολοκύνθη (Hp., Plu.). Also Σικυών ( Σεκυ-), - ῶνος m. f. "cucumber city", city not far from Corinth (Il.) with - ώνιος, - ωνικός.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: With σίκυς cf. ῥάφυς, κάχρυς a. other plant names; σικύα as οἰσύα, ὀστρύα etc.; cf. also Heubeck Praegraeca 37. In the variation σικ- σικύα σεκ- Specht KZ 61, 277ff. wants to see (s. also Kretschmer Glotta 26, 57) two diff. products of dissimilation of orig. *σύκυς, what can be proven nor disproven because of the unknown origin of the word [but s. bel.] (in spite of Slav. tyky). The partial agreement with κύκυον τὸν σικυόν, κυκύϊζα γλυκεῖα κολόκυντα H., with Lat. cucumis `cucumber' as well as with Slav., e.g. ORuss. tyky `pumpkin', to which also Sem., e.g. Hebr. qiššu'ā `cucumber', has since long been observed, but a convincing etymology has not yet been found. In any case an old LW [loanword]; source unknown. Extensive lit. in W.-Hofmann s. cucumis and Vasmer s. týkva; further Schrader-Nehring Reallex. 1, 652 ff. New hypothesis by Deroy Rev. int. d'onom. 12, 23f.: pregr., from ku in κυέω and strengthening se-, si- (similar with IE means Brugmann IF 39, 140 ff.). -- The variation points clearly to Pre-Greek (e.g. ι\/ε, υ\/ου), Furnée 251, 354, 257, 367.Page in Frisk: 2,704Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σικύα
См. также в других словарях:
σικ — (I) Ν επίρρ. (τροπ.) (στον γραπτό λόγο με ειρων. σημ.) έτσι ακριβώς, κατ αυτόν τον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sic «έτσι»]. (II) ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) 1. (για πρόσ. και πράγμ.) κομψός, ευπρεπής, αριστοκρατικός (α. «ένας κύριος πολύ σικ» β. «το… … Dictionary of Greek
σικ — επίθ., άκλ. (λ. γαλλ.), κομψός: Το φόρεμά σου είναι πολύ σικ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… … Dictionary of Greek
σικάτος — η, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που είναι σικ, κομψός, ευπρεπής, αριστοκρατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σικ «κομψός + κατάλ. άτος (πρβλ. φευγ άτος)] … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
δυσπερίληπτος — η, ο (Α δυσπερίληπτος, ον) νεοελλ. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συγκεφαλαιώσει αρχ. 1. αυτός που δύσκολα κυκλώνεται 2. αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το βλέμμα («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι… … Dictionary of Greek
εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ … Dictionary of Greek
εναγκυλώ — ἐναγκυλῶ ( άω και έω και όω) (Α) προσαρμόζω αγκύλη στο ακόντιο για να τό εξακοντίσω (α. «ἐχρῶντο δὲ αύτοῑς ἀκοντίοις ἐναγκυλῶντες», Ξεν. β. «ἐναγκυλοῡντας τὰ ῥιπτόμενα βέλη», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek
εναποπνέω — ἐναποπνέω (Α) 1. εκπνέω, πεθαίνω κάπου («ὅπως ταῑς πατρῴαις oἰκίαις ἐναποπνεύσωσι», Διόδ. Σικ.) 2. πεθαίνω σε μια περίσταση ή στη διάρκεια ενός έργου ή ευρισκόμενος σε μια κατάσταση («φιλοτιμότερον ἐμφυσῶν ἐναπέπνευσε τῷ αὐλῷ», Λουκ.) … Dictionary of Greek
εναποτίθεμαι — ἐναποτίθεμαι (AM) μσν. 1. περικλείω, περιλαμβάνω 2. παραδίδω στον θάνατο αρχ. 1. τοποθετώ μέσα σε κάτι, αποθέτω, βάζω στη θέση του 2. προξενώ 3. φρ. «ἐναποτίθεμαι τὴν ὀργήν» ξεθυμαίνω (Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek
ενημερεύω — ἐνημερεύω (Α) [ημερεύω (I)] περνώ την ημέρα μου με κάποια ασχολία («ἐνημερεύσαντες ταῑς μελέταις», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek