-
1 σικχάζομαι
σικχάζομαι, = σικχαίνω, Hesych. erklärt σκωπτόμενος. S. σικχός.
-
2 σικχάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σικχάζομαι
-
3 σικχαζόμενος
σικχάζομαιmock: pres part mp masc nom sg
См. также в других словарях:
σικχάζομαι — ΜΑ [σικχός] μσν. γίνομαι αντικείμενο χλευασμού ή εμπαιγμού, σκώπτομαι* αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «χλευάζω, σκώπτω, ἐμπαίζω» … Dictionary of Greek
σικχαζόμενος — σικχάζομαι mock pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικχασμός — ὁ, Α [σικχάζομαι] σιχαμάρα, σιχασιά … Dictionary of Greek