-
1 σιδήρου
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σιδήρου
-
2 Δια πυρός και σιδήρου
• Огнем и мечомИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δια πυρός και σιδήρου
-
3 στομωμα
τό1) устье, вход(Πόντου Aesch.)
2) закалка(σιδήρου Arst.)
3) закаленное железо, сталь(ἐκ τοῦ σιδήρου τὸ σ. ποιεῖν Plut.)
4) подкрепление(εἰς μάχην Plut.)
5) главная сила, ударная часть(πάσης τῆς δυνάμεως Polyb.)
6) крепость(τοῦ οἴνου Plut.)
-
4 σίδηρος
-
5 αποκαθαρσις
- εως ἥ1) выделение, секреция(χολῆς Thuc.; σπέρματος Arst.)
2) отбросы, шлак (sc. τοῦ σιδήρου Arst.)3) очистка(τοῦ πυροῦ Plut.)
4) очищение, искупление(διά τινος Plut.)
-
6 βαφη
ἥ1) тж. pl. окраска, цвет Aesch., Plat., Arst., Plut.2) крашеная тканьκρόκου βαφαί Aesch. — шафранно-желтые одежды;
βαφαὴ ὕδρας Eur. — платье, омоченное в крови гидры3) закалка(χαλκοῦ Aesch.; σιδήρου Soph., Arst.)
4) острота, крепость(οἴνου Plut.)
5) перен. характер, привкус -
7 γλωχις
-
8 διιημι
1) распускать (по домам)(τὸ στράτευμα Xen. - ср. 4)
2) отпускать, выпускать, освобождатьδιειμένος ἀπηγγέλλετο Plut. — было объявлено, что он освобожден;
δ. τοῦ στόματός τι Soph. — упоминать о чем-л.3) распускать, растворять (med. φάρμακον ὄξει Arph.; λιβανωτὸν ἐλαίῳ Arst.)4) разрешать пройти, пропускать(τὸ στράτευμα διὰ τῆς χώρας Xen., Polyb. - ср. 1)
5) впускать(τινὰ εἰς τέν Ἀττικήν Arst.)
6) всаживать, вонзать(ξίφος λαιμῶν Eur.)
διὰ δ΄ ἧκε σιδήρου (sc. ὀϊστόν) Hom. — (Одиссей) пустил стрелу сквозь железные кольца7) открывать, раскрывать, разжимать(τοὺς ὀδόντας Diod.)
-
9 διοιστευω
1) пускать стрелу (на)сквозь, простреливать(διοϊστεῦσαι σιδήρου Hom.)
2) достигать стрелойδιοϊστεύσειας Hom. — ты мог бы достать стрелой, т.е. не дальше полета стрелы
-
10 εργασια
ион. ἐργασίη ἥ1) работа, трудἐ. τῶν τεχνῶν Plat. — профессиональный труд;
ἥ περὴ τέν θάλατταν Plat. и κατὰ θάλατταν ἐ. Dem. — мореплавание, преимущ. морская торговля;τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Xen. — трудиться под открытым небом2) обработка(σιδήρου Her.; ἐρίων Plat.)
3) возделывание(γές Arph.)
4) разработка, эксплуатация(τῶν μετάλλων Thuc.)
5) переработка, переваривание(τροφῆς Arst.)
6) выработка, изготовление, производство(ἱματίων, ὑποδημάτων Plat.; τῶν σιτίων Arst.)
7) возбуждение, причинение(τῆς ἡδονῆς Plat.)
8) сооружение, возведение, постройка(τειχῶν Thuc.; οἰκίας Plat.)
9) занятие, ремесло, промысел(ἐργασίαι μισθαρνικαί Arst.)
ἐ. τῆς τραπέζης Dem. — банковское дело, ремесло менялы;κατ΄ ἐργασίην Her. — в целях ремесла (лат. ut quaestum corporis faciat)10) зарабатывание, стяжание, приобретение(χρημάτων Arst.)
ἐργασίας ἕνεκα Dem. — для наживы11) произведение, изделие(χερὸς ἐργασίαι Pind.)
ἥ τετράγωνος ἐ. Thuc. = ἑρμῆς12) доход(αἱ ἐκ τῆς θαλάσσης ἐργασίαι Polyb.; ἥ ἀπὸ μετάλλων ἐ. Plut.)
-
11 ιος
I.I(χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὴ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.)
II(ῑ) ὅ1) яд(ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT.)
2) сокἰ. μελισσῶν Pind. — пчелиный сок, т.е. мед.
(ῑ) ὅ ржавчина(χαλκοῦ καὴ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὴ ἀργύρου NT.)
II. -
12 κολλησις
εως ἥ1) покрывание насечками, инкрустирование(σιδήρου Her., Plut.)
2) постановка медицинских банок Arst.3) рит. вставка стихотворной цитаты (в текст) -
13 κρατος
I.gen. к *κράς См. κραςII.1) сила, мощь, крепость(τὸ σιδήρου κ. Hom.)
κατὰ κ. — всеми силами (πολεμεῖν Plat.; πολιορκεῖσθαι Thuc.) или приступом, штурмом (πόλιν ἑλεῖν Thuc.);ἐλαύνειν ἀνὰ κ. Xen. — мчаться во весь опор;πρὸς ἰσχύος κ. Soph. — силой, насильно2) могущество, власть (sc. Διός Hom.)τὸ πᾶν κ. ἔχειν Her. — быть всемогущим;
θρόνων χράτη Soph. — царская власть;τὸ τῆς θαλάσσης κ. Thuc. — господство на море;τὸ κ. ἔχειν τῆς στρατιῆς Her. — стоять во главе армии3) глава, вождь, повелительἈχαιῶν δίθρονον κ. Aesch. — оба повелителя ахейцев, т.е. Агамемнон и Менелай;
4) одоление, победа(νίκη καὴ κ. τῶν πολεμίων Plat.)
5) pl. бесчинства, проступки(εἰ ταῦτ΄ ἀνατεὴ τῇδε κείσεται κράτη Soph.)
-
14 άνθος
(-ους) τό1) цветок;άνθος του αγρού — полевой цветок;
άνθος της φλαμουριάς — липовый цвет;
φυτεύω (καλλιεργώ) άνθη сажать (выращивать) цветы;2) перен. цвет, лучшая часть;άνθος της κοινωνίας — сливки общества;
§ άνθος χαλκού, σιδήρου — шлак;
άνθη της νεότητας — юношеские прыщи;
] στο άνθος της ηλικίας — во цвете лет
-
15 διά
προθ. I με γεν.1) (при обознач, пространства) по; через;διά ξηράς — по суше, сухопутным путём;
διά θαλάσσης — по морю;
παρέλασις διά των οδών — уличное шествие;
διά της θύρας — через дверь;
διά του δάσους — через лес;
2) (при обознач, способа, образа действия) посредством;διά του ατμόπλοίου — пароходом;
διά της ράβδου — палкой;
διά χρημάτων — посредством денег, за деньги;
στέλλω τα χρήματα δι' επιταγής посылать деньги переводом;τον αντικατέστησε δι' άλλου он его заменил другим; 3) (при обознач, времени):διά παντός — навсегда;
διά βίου — пожизненно;
§ δι' ολίγων — или διά βραχέων — в нескольких словах, вкратце;
διά μακρών — многословно, пространно;
διά μιάς — сразу, немедленно;
διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;
τον έχω διά βίου — он мне осточертел;
II με αιτιατ.1) (при обознач, причины):ονομαστός διά τον πλούτον του — он известен своим богатством;
κατηγορείται διά κλοπήν — он обвиняется в краже;
τον αγαπώ διά την εργατικότητα — я его люблю за трудолюбие;
2) (при обознач, цели, назначения):υλικόν χρήσιμον δι' οικοδομικά έργα материал, годный для строительных работ; χάρτης δι' εφημερίδας газетная бумага; ανεχώρησεν δι' ανάπαυσιν он уехал отдыхать; 3) о, об, относительно, по поводу;διά τό ζήτημα σου, τίποτε το νεώτερον — относительно твоего дела нет ничего нового;
4) (при обознач, направления, места назначения) в, на;ετοιμάζομαι διά την Εύρώπην' — я собираюсь в Европу;
αναχωρώ διά Πάτρας — я уезжаю в Патры;
5) (при обознач, срока, времени):η συνεδρίασις ωρίσθη' διά την επομένήν Δευτέρα — заседание назначено на будущий понедельник;
μίσθωσις διά πέντε έτη — аренда на пять лет;
6) (в сочетании с зависимым наклонением) чтобы;διά να φθάσω εκεί — чтобы добраться туда;
7) (при мольбе, заклинании):δι' αγάπην τού Χρίστου ради Христа;§ διά τί; — почему?, зачем?;
διά τοδτο — поэтому;
όσον διά... — что (же) касается..., в отношении...;
δέκα διά δυό — десять, делённое на два
-
16 παραπέτασμα
τό1) занавес, занавеска; штора; 2) перен. ширма;§ τό σίδηρου ν παραπέτασμα — железный занавес
-
17 πυρ
(πυρός) τό1) огонь;παραδίδω εις το πυρ — жечь, сжигать;
2) воен, огонь, пальба, стрельба; обстрел;φραγμός πυρός — огневая завеса;
θέσις πυρός — огневая позиция;
πυρά φραγμού — заградительный огонь;
καταιγιστικά (διασταυρούμενα) πυρά — шквальный (перекрёстный) огонь;
κατάπαυση τού πυρός — прекращение огня;
ανοίγω πυρά — открывать огонь;
παύω το πυρ — прекращать огонь;
διεξάγω εύστοχα πυρά — вести прицельный огонь;
δεν ακούγονται πυρά — не слышно выстрелов;
ανταλλαγή πυρών — перестрелка;
γραμμή πυρός — огневой рубеж, линия огня;
πυρ! огонь! (команда);
υπό τα πυρά — под огнём;
§ ασβεστον πυρ — вечный огонь;
διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;
μεταξύ δυό πυρών — между двух огней;
είμαι πυρ και μανία — метать громы и молнии; — рвать и метать
См. также в других словарях:
σιδήρου, εποχή του- — Προϊστορική εποχή, που χαρακτηρίζεται από τη χρήση εργαλείων και όπλων φτιαγμένων από το μέταλλο αυτό. Η επεξεργασία του σίδηρου, που ήταν σπανιότατη και χρησιμοποιούνταν μόνο για διακοσμητικά αντικείμενα, χρονολογείται στην Εγγύς Ανατολή από την … Dictionary of Greek
Σιδηροῦ — Σιδηρώ fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροῦ — σιδήρεος made of iron masc/neut gen sg (attic epic) σιδηρόω overlay with iron pres imperat mp 2nd sg σιδηρόω overlay with iron imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδήρου — σίδηρον neut gen sg σίδηρος iron masc gen sg σιδηρόω overlay with iron pres imperat act 2nd sg σιδηρόω overlay with iron imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
σκωρία — η, ΝΜΑ, και σκωρέα Α [σκῶρ] προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού σιδήρου κατά την οξείδωσή του με την επίδραση τού υγρού αέρα, η σκωρία σιδήρου, η σκουριά νεοελλ. 1. υποπροϊόν τής μεταλλουργικής κατεργασίας, δηλαδή τής διαδικασίας εξαγωγής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek