Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ονομαστός

  • 1 ονομαστος

        ион. οὐνομαστός 3
        1) (легко) выразимый
        

    οὐκ ὀ. Hom. — невыразимый, несказанный, неописуемый

        2) славный, знаменитый, замечательный
        

    (τέμενος Her.; ἄνδρες Plat.; μάχη Plut.)

        ὀνομαστὰ πράττειν Eur.пользоваться славой

    Древнегреческо-русский словарь > ονομαστος

  • 2 ονομαστός

    η, ό[ν] знаменитый, известный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ονομαστός

  • 3 ονομαστός

    [ономастос] επ известный, знаменитый.

    Эллино-русский словарь > ονομαστός

  • 4 διά

    προθ. I με γεν.
    1) (при обознач, пространства) по; через;

    διά ξηράς — по суше, сухопутным путём;

    διά θαλάσσης — по морю;

    παρέλασις διά των οδών — уличное шествие;

    διά της θύρας — через дверь;

    διά του δάσους — через лес;

    2) (при обознач, способа, образа действия) посредством;

    διά του ατμόπλοίου — пароходом;

    διά της ράβδου — палкой;

    διά χρημάτων — посредством денег, за деньги;

    στέλλω τα χρήματα δι' επιταγής посылать деньги переводом;
    τον αντικατέστησε δι' άλλου он его заменил другим; 3) (при обознач, времени):

    διά παντός — навсегда;

    διά βίου — пожизненно;

    § δι' ολίγων — или διά βραχέων — в нескольких словах, вкратце;

    διά μακρών — многословно, пространно;

    διά μιάς — сразу, немедленно;

    διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;

    τον έχω διά βίου — он мне осточертел;

    II με αιτιατ.
    1) (при обознач, причины):

    ονομαστός διά τον πλούτον του — он известен своим богатством;

    κατηγορείται διά κλοπήν — он обвиняется в краже;

    τον αγαπώ διά την εργατικότητα — я его люблю за трудолюбие;

    2) (при обознач, цели, назначения):
    υλικόν χρήσιμον δι' οικοδομικά έργα материал, годный для строительных работ; χάρτης δι' εφημερίδας газетная бумага; ανεχώρησεν δι' ανάπαυσιν он уехал отдыхать; 3) о, об, относительно, по поводу;

    διά τό ζήτημα σου, τίποτε το νεώτερον — относительно твоего дела нет ничего нового;

    4) (при обознач, направления, места назначения) в, на;

    ετοιμάζομαι διά την Εύρώπην' — я собираюсь в Европу;

    αναχωρώ διά Πάτρας — я уезжаю в Патры;

    5) (при обознач, срока, времени):

    η συνεδρίασις ωρίσθη' διά την επομένήν Δευτέρα — заседание назначено на будущий понедельник;

    μίσθωσις διά πέντε έτη — аренда на пять лет;

    διά να φθάσω εκεί — чтобы добраться туда;

    7) (при мольбе, заклинании):
    δι' αγάπην τού Χρίστου ради Христа;

    § διά τί; — почему?, зачем?;

    διά τοδτο — поэтому;

    όσον διά... — что (же) касается..., в отношении...;

    δέκα διά δυό — десять, делённое на два

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διά

См. также в других словарях:

  • ὀνομαστός — named masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀνόμαστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονομαστός — ή, ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, ή, όν) [ονομάζω] αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός αρχ. 1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται 2. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • ονομαστός — ή, ό αυτός που έχει όνομα, φήμη, ο διάσημος, ο ξακουστός, ο ξακουσμένος: Ονομαστός επιστήμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀνομαστότερον — ὀνομαστός named adverbial comp ὀνομαστός named masc acc comp sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστοτάτω — ὀνομαστός named masc/neut nom/voc/acc superl dual ὀνομαστός named masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστοτάτων — ὀνομαστός named fem gen superl pl ὀνομαστός named masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστόν — ὀνομαστός named masc acc sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστότατα — ὀνομαστός named adverbial superl ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστότατον — ὀνομαστός named masc acc superl sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταυροπόλιον — Ονομαστός στο πανελλήνιο ναός της Aρτέμιδας στην αρχαία Ικαρία, στα βόρεια παράλιά της. Βρισκόταν στην τοποθεσία Αυτάκι, όπου υπάρχουν και θερμοπηγές. * * * τὸ, Α [ταυροπόλος (Ι)] ναός τής Ταυροπόλου Αρτέμιδος στην Ικαρία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»