-
1 ονομαστος
ион. οὐνομαστός 31) (легко) выразимыйοὐκ ὀ. Hom. — невыразимый, несказанный, неописуемый
2) славный, знаменитый, замечательный(τέμενος Her.; ἄνδρες Plat.; μάχη Plut.)
ὀνομαστὰ πράττειν Eur. — пользоваться славой -
2 ονομαστός
η, ό[ν] знаменитый, известный -
3 ονομαστός
[ономастос] επ известный, знаменитый. -
4 διά
προθ. I με γεν.1) (при обознач, пространства) по; через;διά ξηράς — по суше, сухопутным путём;
διά θαλάσσης — по морю;
παρέλασις διά των οδών — уличное шествие;
διά της θύρας — через дверь;
διά του δάσους — через лес;
2) (при обознач, способа, образа действия) посредством;διά του ατμόπλοίου — пароходом;
διά της ράβδου — палкой;
διά χρημάτων — посредством денег, за деньги;
στέλλω τα χρήματα δι' επιταγής посылать деньги переводом;τον αντικατέστησε δι' άλλου он его заменил другим; 3) (при обознач, времени):διά παντός — навсегда;
διά βίου — пожизненно;
§ δι' ολίγων — или διά βραχέων — в нескольких словах, вкратце;
διά μακρών — многословно, пространно;
διά μιάς — сразу, немедленно;
διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;
τον έχω διά βίου — он мне осточертел;
II με αιτιατ.1) (при обознач, причины):ονομαστός διά τον πλούτον του — он известен своим богатством;
κατηγορείται διά κλοπήν — он обвиняется в краже;
τον αγαπώ διά την εργατικότητα — я его люблю за трудолюбие;
2) (при обознач, цели, назначения):υλικόν χρήσιμον δι' οικοδομικά έργα материал, годный для строительных работ; χάρτης δι' εφημερίδας газетная бумага; ανεχώρησεν δι' ανάπαυσιν он уехал отдыхать; 3) о, об, относительно, по поводу;διά τό ζήτημα σου, τίποτε το νεώτερον — относительно твоего дела нет ничего нового;
4) (при обознач, направления, места назначения) в, на;ετοιμάζομαι διά την Εύρώπην' — я собираюсь в Европу;
αναχωρώ διά Πάτρας — я уезжаю в Патры;
5) (при обознач, срока, времени):η συνεδρίασις ωρίσθη' διά την επομένήν Δευτέρα — заседание назначено на будущий понедельник;
μίσθωσις διά πέντε έτη — аренда на пять лет;
6) (в сочетании с зависимым наклонением) чтобы;διά να φθάσω εκεί — чтобы добраться туда;
7) (при мольбе, заклинании):δι' αγάπην τού Χρίστου ради Христа;§ διά τί; — почему?, зачем?;
διά τοδτο — поэтому;
όσον διά... — что (же) касается..., в отношении...;
δέκα διά δυό — десять, делённое на два
См. также в других словарях:
ὀνομαστός — named masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀνόμαστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονομαστός — ή, ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, ή, όν) [ονομάζω] αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός αρχ. 1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται 2. (το ουδ … Dictionary of Greek
ονομαστός — ή, ό αυτός που έχει όνομα, φήμη, ο διάσημος, ο ξακουστός, ο ξακουσμένος: Ονομαστός επιστήμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀνομαστότερον — ὀνομαστός named adverbial comp ὀνομαστός named masc acc comp sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστοτάτω — ὀνομαστός named masc/neut nom/voc/acc superl dual ὀνομαστός named masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστοτάτων — ὀνομαστός named fem gen superl pl ὀνομαστός named masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστόν — ὀνομαστός named masc acc sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστότατα — ὀνομαστός named adverbial superl ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστότατον — ὀνομαστός named masc acc superl sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταυροπόλιον — Ονομαστός στο πανελλήνιο ναός της Aρτέμιδας στην αρχαία Ικαρία, στα βόρεια παράλιά της. Βρισκόταν στην τοποθεσία Αυτάκι, όπου υπάρχουν και θερμοπηγές. * * * τὸ, Α [ταυροπόλος (Ι)] ναός τής Ταυροπόλου Αρτέμιδος στην Ικαρία … Dictionary of Greek