-
1 σηπεδόνων
σηπεδώνdecay: fem gen pl -
2 ἐφεκτικός
A able to check or stop,κοιλίας Diph.Siph.
ap. Ath.8.355e, Mnesith. ap. eund.2.57d;ἱδρώτων Dsc. 1.30
;ἀφροδισίων Gp.12.27.3
([comp] Comp.);σηπεδόνων Dsc.5.109
.II practising suspense of judgement, of the Sceptics, Stoic.2.37, Gell.11.5.6, Philostr.VS1.8.4, D.L.Prooem. 16, Syrian.in Metaph.73.16. Adv. -κῶς Arr.Epict.1.14.7
.III Geom., ἐ. τόπος immobile locus, opp. διεξοδικός (q.v.), Apollon.Perg.Fr.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφεκτικός
См. также в других словарях:
σηπεδόνων — σηπεδών decay fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… … Dictionary of Greek