-
1 διεξοδικός
διεξοδικόςof: masc nom sg -
2 διεξοδικός
2 Math., produced by traversing, of loci (e.g. line by point or surface by line), Papp.662.2.II detailed,λόγος Plb.12.25b4
;ἱστορία Plu.Fab.16
. Adv. - κῶς in detail, δ. ἀποκρίνεσθαι, of an answer involving a statement (opp. 'yes' or 'no'), Stoic. 2.62, etc.: [comp] Comp., J.BJ Prooem.6, Phlp. in GA101.36; verbatim,ἀναγραφῆναι SIG694.38
(Pergam., ii B. C.); also, by discursive reasoning, Ammon. in APr.25.2; opp. συμβολικῶς, Porph.VP36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεξοδικός
-
3 διεξοδικός
1) detailed2) extensiveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διεξοδικός
-
4 διεξοδικά
διεξοδικόςof: neut nom /voc /acc plδιεξοδικά̱, διεξοδικόςof: fem nom /voc /acc dualδιεξοδικά̱, διεξοδικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 διεξοδικώτερον
διεξοδικόςof: adverbial compδιεξοδικόςof: masc acc comp sgδιεξοδικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
6 διεξοδικόν
διεξοδικόςof: masc acc sgδιεξοδικόςof: neut nom /voc /acc sg -
7 διεξοδικαί
διεξοδικόςof: fem nom /voc pl -
8 διεξοδικοί
διεξοδικόςof: masc nom /voc pl -
9 διεξοδικούς
διεξοδικόςof: masc acc pl -
10 διεξοδική
διεξοδικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 διεξοδικήν
διεξοδικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 διεξοδικώτεραι
διεξοδικόςof: fem nom /voc comp pl -
13 διεξοδικωτέρα
διεξοδικωτέρᾱ, διεξοδικόςof: fem nom /voc /acc comp dualδιεξοδικωτέρᾱ, διεξοδικόςof: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————διεξοδικωτέρᾱͅ, διεξοδικόςof: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
14 διεξοδικωτέρας
διεξοδικωτέρᾱς, διεξοδικόςof: fem acc comp plδιεξοδικωτέρᾱς, διεξοδικόςof: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
15 διεξοδικών
-
16 διεξοδικῶν
-
17 διεξοδική
-
18 διεξοδικῇ
-
19 διεξοδικής
-
20 διεξοδικῆς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διεξοδικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικός — ή, ό (AM διεξοδικός, ή, όν) [διέξοδος] μσν. νεοελλ. λεπτομερής, εκτενής αρχ. 1. αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. μαθ. (για επίπεδη γραμμή) αυτός που παράγεται με τράβηγμα, χάραγμα 3. το ουδ. ως ουσ. το διεξοδικόν το… … Dictionary of Greek
διεξοδικός — ή, ό επίρρ. ά λεπτομερής και εκτεταμένος: Θα γίνει διεξοδική έρευνα για τις καταγγελίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεξοδικά — διεξοδικός of neut nom/voc/acc pl διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc/acc dual διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικώτερον — διεξοδικός of adverbial comp διεξοδικός of masc acc comp sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικῶν — διεξοδικός of fem gen pl διεξοδικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικόν — διεξοδικός of masc acc sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικαῖς — διεξοδικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικαί — διεξοδικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικοῖς — διεξοδικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξοδικοί — διεξοδικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)