Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

διεξοδικός

См. также в других словарях:

  • διεξοδικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικός — ή, ό (AM διεξοδικός, ή, όν) [διέξοδος] μσν. νεοελλ. λεπτομερής, εκτενής αρχ. 1. αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. μαθ. (για επίπεδη γραμμή) αυτός που παράγεται με τράβηγμα, χάραγμα 3. το ουδ. ως ουσ. το διεξοδικόν το… …   Dictionary of Greek

  • διεξοδικός — ή, ό επίρρ. ά λεπτομερής και εκτεταμένος: Θα γίνει διεξοδική έρευνα για τις καταγγελίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διεξοδικά — διεξοδικός of neut nom/voc/acc pl διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc/acc dual διεξοδικά̱ , διεξοδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικώτερον — διεξοδικός of adverbial comp διεξοδικός of masc acc comp sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικῶν — διεξοδικός of fem gen pl διεξοδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικόν — διεξοδικός of masc acc sg διεξοδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικαῖς — διεξοδικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικαί — διεξοδικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικοῖς — διεξοδικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξοδικοί — διεξοδικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»