-
1 σημειοφόρος
σημειο-φόρος, ὁ,A standard-bearer, Sammelb.599.7, al. ([place name] Ptolemaic), D.H.8.65, Plu. Brut.43:—also [full] σημεαφόρος BGU600.10,12 (ii/iii A.D.), PFlor. 278 iii 30 (iii A.D.), IGRom.3.57 ([place name] Prusias), CIG 4957e ([place name] Egypt); [full] σημηαφόρος Sammelb.979.7 (Alexandria, i A.D.), CIL3.6026 ([place name] Syene), Stud.Pal.22.92 (iii A.D.); [full] σημιαφόρος Supp.Epigr.6.535 ([place name] Isauria), Judeich Altertümer von Hierapolis No.153; [full] σημιαφώρος PHamb. 39No.16; [full] σιμιαφόρος ib.No.45 (ii A.D.); [full] σημαιαφόρος (with v.l. [full] σημαιοφόρος) Plb.6.24.6, J.BJ6.1.7; σημαιοφόρος also in Plu.Galb. 22.II = σημεία 1.1 b, in form σημιαφόρος, Jahresh.13.201 (Alabanda, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημειοφόρος
См. также в других словарях:
σημιαφώρος — ὁ, Α βλ. σημαιοφόρος … Dictionary of Greek
σημαιοφόρος — ο, η / σημαιοφόρος ον, ΝΜΑ, και σιμαιοφόρος Μ, και σημαιαφόρος και σημειοφόρος και σημεαφόρος και σημηαφόρος και σημιαφόρος και σιμιαφόρος και σημιαφώρος Α αυτός που κρατάει τη σημαία σε μια εκδήλωση νεοελλ. 1. ναυτ. ο πρώτος βαθμός αξιωματικού… … Dictionary of Greek