Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σημιαφόρος

См. также в других словарях:

  • σημιαφόρος — ὁ, Α βλ. σημαιοφόρος …   Dictionary of Greek

  • σημαιοφόρος — ο, η / σημαιοφόρος ον, ΝΜΑ, και σιμαιοφόρος Μ, και σημαιαφόρος και σημειοφόρος και σημεαφόρος και σημηαφόρος και σημιαφόρος και σιμιαφόρος και σημιαφώρος Α αυτός που κρατάει τη σημαία σε μια εκδήλωση νεοελλ. 1. ναυτ. ο πρώτος βαθμός αξιωματικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»