-
1 σημαία
σημαίᾱ, σημαίαfem nom /voc /acc dualσημαίᾱ, σημαίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σημαίᾱͅ, σημαίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 σημαία
σημαία, ἡ, 1) die Fahne, als Feld- od. Kriegszeichen, signum militare, Pol. 2, 32, 6 u. öfter; Plut. Fab. 12; D. Hal. 8, 65 u. sonst; auch die unter einer Fahne Streitenden, sonst σπεῖρα, Fähnlein, Banner, Pol. 6, 24, 5 u. sonst. – Beim Schol. Ar. Ran. 963 mit ἀσπίς verbunden. – 2) Bild, Bildsäule, wie signum, Ios.
-
3 σημαια
ἥ1) (военное) знамя Polyb., Plut.2) воинская часть, отряд(τῆς σημαίας ἔχειν τέν ἡγεμονίαν Polyb.)
-
4 σημαία
A v. σημεία. [full] σημαιαφόρος, v. σημειοφόρος. -
5 σημαία
-
6 σημαία
η прям., перен. знамя, флаг;υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία — поднимать (спускать) флаг;
. υψώνω τη σημαία της πάλης — поднимать знамя борьбы;
υψώνω τη σημαία της ανταρσίας — поднимать бунт, мятеж;
καλούμαι υπό τάς σημαίας — быть призванным под знамёна, быть мобилизованным;
υπηρετώ υπό τάς σημαίας — быть солдатом;
τάσσομαι υπό την σημαίαν κόμματος — примыкать к партии; — вступать в ряды партии;
κάτω από τη σημαία ( — или υπό την σημαίαν) τού σοσιαλισμού — под знаменем социализма
-
7 σημαίᾳ
Βλ. λ. σημαία -
8 σημαία
-ας ἡ N 1 0-0-1-0-0=1 Is 30,17military standard, ensign; neol.? -
9 σημαία
[симза] ουσ θ знамя, флаг. -
10 σημαία
1) bannière2) drapeau -
11 σημαία
1) bandera (f) rzecz.2) chorągiew (f) rzecz.3) flaga (f) rzecz. -
12 σημαία
1) prapor2) vlajka -
13 σημαία
flagΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σημαία
-
14 σημαίας
σημαίᾱς, σημαίαfem acc plσημαίᾱς, σημαίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
15 σημαίαν
σημαίᾱν, σημαίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
16 σημαίαις
σημαίαfem dat pl -
17 παρα-κοιτέω
παρα-κοιτέω, = παρακοιμάομαι; μία σημαία τῷ στρατηγῷ παρακοιτεῖ, Pol. 6, 33, 12; Teles bei Stob. Floril. 98, 72.
-
18 σημεία
-
19 ερυθρός
ά, όν 1. красный;ερυθρά σημαία — красное знамя;
ο Ερυθρός Σταυρός Красный Крест (общество);2. (τό) красный цвет -
20 κουνώ
κουνάω 1. μετ.1) качать, раскачивать; трясти; колыхать; шатать; 2) махать, размахивать, взмахивать;κουνώ τη σημαία — взмахнуть флажком;
3) трогать (с места), перемещёть, переставлять;4) колыхать; 5) двигать; шевелить;§ δεν κουνώ ούτε το δαχτυλάκι μου — пальцем не шевельнуть;
όσο τα κουνβς θολώνουν — стоит только копнуть (о подозрительном деле);
2. αμετ.1) качаться, раскачиваться;τό πλοίο κουνάει — судно качается (на волнах);
2) двигаться, шевелиться;μην (τό) κουνήσει κανείς! — ни с места!;
1) — качаться; — колыхаться; — шататься;κουνιέμαι, κουνιούμαι
τό δόντι μου κουνιέται — у меня шатается зуб;
2) двигаться, передвигаться; шевелиться;μην κουνηθείς! — не двигайся!, ни с места!;
3) работать быстрее, пошевеливаться, поторапливаться;κουνήσου λιγάκι! — побыстрее!, живее!, пошевеливайся!;
κουνήσου και πέρασε η ώρα — поторопись, уже поздно!;
4) жеманиться, кривляться;σειέται και κουνιέται — идёт и кривляется
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σημαία — σημαίᾱ , σημαία fem nom/voc/acc dual σημαίᾱ , σημαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαίᾳ — σημαίᾱͅ , σημαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν εφημερίδες το 1871 (Αθήνα και Λευκάδα), 1875 (Ερμούπολη), 1880 (Αθήνα), 1882 (Χαλκίδα) 1885 (Βόλος), 1886 (Αθήνα), 1887 (Αθήνα) 1905 (Νέα Υόρκη), 1908 (Καβάλα), 1913 (Αθήνα, Καλαμάτα)… … Dictionary of Greek
σημαία — η τεμάχιο υφάσματος με το έμβλημα και τα ιδιαίτερα χρώματα κάποιου έθνους ή οργάνωσης: Έπαρση και υποστολή της σημαίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημαίας — σημαίᾱς , σημαία fem acc pl σημαίᾱς , σημαία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαίαν — σημαίᾱν , σημαία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαιῶν — σημαία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαῖαι — σημαία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαίαις — σημαία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek