Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σε+σκόνη

  • 81 пыль

    [πύλ’] ουσ. θ. σκόνη

    Русско-греческий новый словарь > пыль

  • 82 присыпка

    [πρισύπκα] ουσ θ πασπάλισμα (πράξη), σκόνη, πούδρα

    Русско-эллинский словарь > присыпка

  • 83 пропылиться

    [πραπυλίτσα] ρ γεμίζω σκόνη

    Русско-эллинский словарь > пропылиться

  • 84 пылить

    [πυλίτ'] ρ γεμίζω σκόνη

    Русско-эллинский словарь > пылить

  • 85 пылиться

    [πυλίτσα] ρ σκεπάζομαι με σκόνη

    Русско-эллинский словарь > пылиться

  • 86 пыль

    [πύλ’] ουσ θ σκόνη

    Русско-эллинский словарь > пыль

  • 87 брыкать

    ρ.δ.
    κλοτσώ, λακτίζω, πτερνίζω, τσινώ. || σηκώνω, υψώνω με τα πόδια•

    лошадь -ет пыль το άλογο σηκώνει σκόνη.

    αλληλολακτίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > брыкать

  • 88 взвеять

    взввет ρ.σ.μ.
    σηκώνω, ανυψώνω, εγείρω με φύσημα, παρασέρνω•
    σηκώνομαι, ανυψώνομαι, εγείρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > взвеять

  • 89 взвить

    взовью, взовешь, παρλθ. χρ. взвил, -ла, -ло, προστκ. взвей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвитый, βρ: взвит, -а, -о, ρ.σ.μ.
    ανυψώνω περιστρέφοντας, στροβιλίζω•

    ветер -ил пыль ο άνεμος στροβίλισε τη σκόνη.

    ανυψώνομαι, στροβιλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > взвить

  • 90 вздуть

    -ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вздутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φυσώ,πνέω προς τα πάνω•
    2. διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω.
    3. μτφ. υψώνω, αυξαίνω, ανεβάζω, παραφουσκώνω•

    вздуть цены υψώνω τις τιμές.

    4. φυσώ ν’ ανάψει•

    -огонь φυσώ ν’ ανάψει η φωτιά.

    1. φουσκώνω, διογκούμαι•

    на мачтах -лись паруса τα πανιά των καταρτιών φούσκωσαν•

    река -лась от таяния снегов το ποτάμι φούσκωσε από το λιώσιμο των χιονιών.

    2. πρήζομαι•

    щека -лась от флюса το μάγουλο πρήστηκε από πονόδοντο.

    3. μτφ. υψώνομαι, ανεβαίνω•

    цены -лись οι τιμές ανέβηκαν.

    –ую, -уешь ρ.σ.μ.
    (απλ.) χτυπώ, δέρνω•

    его -ли τον φούσκωσαν ξύλο.

    Большой русско-греческий словарь > вздуть

  • 91 вздымать

    ρ.δ.μ.
    σηκώνω, ανυψώνω (σαν καπνό)•

    вздымать густую пыль σηκώνω σκόνη-σύννεφο•

    ветер раздувал огонь и -ал много искр ο αέρας φύσηξε τη φωτιά και σπινθηροβόλησε.

    σηκώνομαι, υψώνομαι σαν καπνός.

    Большой русско-греческий словарь > вздымать

  • 92 вить

    вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. πλέκω, συστρέφω•

    вить веревку πλέκω τριχιά•

    вить венки πλέκω στεφάνια.

    || κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι•

    вить пряжу μαζεύω το νήμα κουβάρι•

    вить шелк περιτυλίγω το μετάξι.

    || κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού).
    εκφρ.
    вить веревки из (кого) – κάνω όπως θέλω (κάποιον).
    1. περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσσομαι, συστρέφομαι•

    у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (από τη φύση)•

    плющ вьется ο κισσός περιτυλίγεται•

    вьется пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη από τις οπλές των αλόγων.

    2. στροβιλίζω•

    снег -ется το χιόνι στροβιλίζει•

    орел вьется над горой ο αετός στριφογυρίζει πάνω απ’ το βουνό.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω•

    дети вьются около матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους.

    4. πλέκομαι, συστρέφομαι•

    веревки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται από καννάβι.

    Большой русско-греческий словарь > вить

  • 93 дорожный

    επ.
    1. οδικός•

    -ое строительство οδοποιία.

    2. ταξιδιωτικός•

    -ые впечатления ταξιδιωτικές εντυπώσεις•

    -ая пыль σκόνη του δρόμου•

    -ые вещи ταξιδιωτικές αποσκευές•

    -ые расходы έξοδα ταξιδιού.

    || οδοιπορικός•

    дорожный костюм οδοιπορικό κοστούμι.

    3. ουσ. παλ. οδοιπόρος.
    εκφρ.
    дорожный мастер – επόπτης οδού.

    Большой русско-греческий словарь > дорожный

  • 94 дуст

    α.
    απολυμαντική σκόνη, πού περιέχει ντι-ντι-τί.

    Большой русско-греческий словарь > дуст

  • 95 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 96 запорошить

    -шит, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запорошенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω, κάνω•

    запорошить руки мукой καταλευρώνω τα χέρια•

    запорошить снегом καλύπτω με λεπτόστρώμα χιονιού.

    2. (απλ.) απρόσ. κλείνω, βουλώνω (για μάτια, αυτιά)•

    пылью ему -ло глаза τού ‘κλεισαν τα μάτια από τη σκόνη.

    3. αρχίζω να καλύπτω κλπ. ρ. βλ. порошить.

    Большой русско-греческий словарь > запорошить

  • 97 запылить

    ρ.σ.μ.
    1. σκονίζω•

    запылить туфли σκονίζω τα παπούτσια.

    2. αρχίζω να σηκώνω σκόνη.
    σκονίζομαι•

    вы -лись ακονιστήκατε.

    Большой русско-греческий словарь > запылить

  • 98 золь

    α.
    σκόνη ουσίας (ύλης).

    Большой русско-греческий словарь > золь

  • 99 клубить

    -ит
    ρ.δ. κάνω, μετατρέπω σε τουλούπες (για καπνό, ατμό κ.τ.τ.).
    ανεβαίνω, κινούμαι κατά τολύπες (για καπνό, ατμό, σκόνη κ.τ.τ.).
    μαίνομαι, σηκώνω κύματα, αφρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > клубить

  • 100 консервы

    -ов πλθ. κονσέρβες;•

    рыбные консервы οι κονσέρβες ψαριών•

    мясные консервы κονσέρβες κρέατος.

    || ειδικά ματογυάλια (για τον ήλιο, σκόνη κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > консервы

См. также в других словарях:

  • σκόνη — η 1. πολύ μικρά μόρια στερεής ύλης: Στούμπισε τη ζάχαρη και την έκανε σκόνη. 2. μικροί κόκκοι χώματος: Φύσηξε αέρας και σήκωσε σκόνη. 3. φάρμακο, σκονάκι. 4. φρ., «Με έκανε σκόνη», με διέλυσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκόνη — η, Ν 1. πολύ μικρά μόρια στερεάς ύλης, κονιορτός («θωρούσι σκόνης σύννεφο στα ύψη σηκωμένο», Ερωτόκρ.) 2. ποσότητα κονιοποιημένου φαρμάκου, σκονάκι 3. φρ. α) «μ έκανε σκόνη» μτφ. μέ διέλυσε, μέ κατανίκησε β) «ρίχνω σκόνη στα μάτια» μτφ. εξαπατώ,… …   Dictionary of Greek

  • κοσμική σκόνη — Εξωγήινα σωματίδια που βρίσκονται σε όλες τις περιοχές του Διαστήματος. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από ελάχιστο έως εκείνο των μεγάλων μετεωριτών. Τα σωματίδια αυτά βρίσκονται επίσης στους κρατήρες που υπάρχουν πάνω στις επιφάνειες της Σελήνης… …   Dictionary of Greek

  • κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κονίω — (Α) [κόνις] 1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ. β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.) 2. προετοιμάζομαι για μάχη 3. (για ίππους ή… …   Dictionary of Greek

  • κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… …   Dictionary of Greek

  • πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …   Dictionary of Greek

  • χρωστικά — Ουσίες ζωηρά χρωματισμένες και ικανές, έστω και σε μικρές ποσότητες, να δώσουν σταθερούς χρωματισμούς σε υλικά διάφορης φύσης. Τα χ. μπορεί να είναι φυσικά ή συνθετικά, οργανικά ή ανόργανα. Τα φυσικά χ. είναι φυτικά και ζωικά, όπως η χλωροφύλλη,… …   Dictionary of Greek

  • La Poussière du temps —  Ne doit pas être confondu avec Les Cendres du temps. La Poussière du temps Données clés Titre original Η σκόνη του χρόνου Réalisation Theo Angelopoulos Scénario …   Wikipédia en Français

  • άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… …   Dictionary of Greek

  • άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»