-
41 пылесодержание
η περιεκτικότητα σε σκόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пылесодержание
-
42 пылить
σκονίζω, παράγω/δημιουργώ σκόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пылить
-
43 пыль
η σκόνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пыль
-
44 распылить
1. (обратить в пыль) κονιορτοποιώκάνω σκόνη2. (рассеять с силой) διασπώ, διασκορπίζω, σκορπώ, σκορπίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распылить
-
45 стиральный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стиральный
-
46 табак
бот. η νικοτιανήразг. о καπνός, τα καπνάнюхательный - η καπνό-σκονη, ο ταμπάκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > табак
-
47 удобрение
1. (действие) η λίπανση 2. (ве-щество) το λίπασμαвносить - λιπαίνω, ρίχνω λίπασμαминеральное - ορυκτό/φυσικό -промышленное - βιομηχανικό -, сложное - σύνθετο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удобрение
-
48 фильтр
ο ηθμόςο διϋλιστήρας, разг. το φίλτροмасляный - ελαίου/λαδιούмедленный - (в водоснабжении) «αργό» -тепловой - опт. θερμικός -тонкий - ψιλός -, λεπτός -трубчатый - αυλωτός -, σωληνωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фильтр
-
49 ванильный
ван||ильныйприл βανιλλικός/ μέ βανίλλια[ν] (с ванилью):\ванильныййльный порошок βανίλλια σκόνη. -
50 взметать
взметатьнесся., взметнуть сов1. σηκώνω, τινάζω ψηλά:\взметать пыль σηκώνω σκόνη· 2.:взметиу́ть крыльями φτεροκοπώ, χτυπώ τά φτερά. -
51 вытрясти
вытрясти, вытряхнутьсов, вытряхивать несов1. τινάζω, ξετινάζω, ἀποσείω, ἀποτινάσσω:\вытрясти ковер τινάζω τό χαλί· \вытрясти пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη·2. (вываливать) ρίχνω, ἀφήνω νά πέσει, τινάζω νά πέσει. -
52 вытряхнуть
вытрясти, вытряхнутьсов, вытряхивать несов1. τινάζω, ξετινάζω, ἀποσείω, ἀποτινάσσω:\вытряхнуть ковер τινάζω τό χαλί· \вытряхнуть пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη·2. (вываливать) ρίχνω, ἀφήνω νά πέσει, τινάζω νά πέσει. -
53 защитимый
защитимыйприл προστατευτικός· ◊ ^ цвет τό χρῶμα χακί· \защитимыйая окраска биол. ὁ μιμητισμός· \защитимыйые очки τά μαῦρα γιαλιά, τά γιαλιό γιά τή σκόνη. -
54 наглотаться
наглотатьсясов καταπίνω (σέ μεγάλη ποσότητα):\наглотаться пыли καταπίνω πολλή σκόνη. -
55 налетать
налетатьнесов, налететь сов1. ρίχνομαι, πέφτω ἐπάνω, ἐπιπίπτω, ἐπιτίθεμαι / σηκώνομαι, ἐνσκήπτω (о ветре и т. п.):налетел ураган ἐνέσκηψε καταιγίδα· налетело много комаров μαζεύτηκαν (или μπήκαν) πολλά κουνούπια· в окно́ налетело много пыли ἀπό τό παράθυρο μπήκε πολλή σκονή·2. перен (наталкиваться) разг τρακάρω, πέφτω πάνω:\налетать на столб πέφτω πάνω στό τηλεγραφόξυ-λο·3. (нападать) ἐπιτίθεμαι:ко́ниица налетела с фла́нга τό ίππικό ἐπιτέθηκε ἀπό τά πλάγια. -
56 нести
нес||ти́несов1. прям., перен φέρ(ν)ω, κουβαλώ, κρατῶ, βαστάζω:\нести чемодан κουβαλώ τή βαλίτσα·2. (гнать, мчать) φέρνω:по реке \нестиет лодку ὁ ποταμός παρασύρει τήν βάρκα· ветер \нестиет пыль (ό ἀέρας) σηκώνει σκόνη·3. (выполнять) ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, ἔχω:\нести обязанности ἐκτελώ καθήκοντα· \нести службу εἶμαι ὑπηρεσία· \нести караул φρουρώ, εἶμαι σκοπός· \нести дежурство εἶμαι ἐφημερεύων, εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας·4. (терпеть) ὑφίσταμαι, ὑποβάλλομαι, ὑποφέρω:\нести наказание ὑφίσταμαι τιμωρίαν \нести потери воен. ὑφίσταμαι ἀπώλειες· \нести убытки ζημιώνω (άμετ.)· \нести ответственность φέρω εὐθύνην5. (приносить с собой) προξενώ, ἐπιφέρω:\нести смерть ἐπιφέρω θάνατο·6. безл (пахнуть):оттуда \нестиет чем-то ἀπό ἐκεῖ -Ερχεται μιά μυρωδιά· от него́ \нестиет табаком μυρίζει καπνό·7. безл (дуть):\нестиет из-под полу φυσά κάτω ἀπό τό πάτωμα·8. (о птицах):\нести яйца γεννώ αὐγά· ◊ \нести вздор λεω ἀνοησίες, λέω τρίχες· куда тебя \нестиет? разг γιά ποῦ τώβαλες; -
57 обваливать
обваливать Iнесов (обрушивать) καταρρίπτω, κρημνίζω, γκρεμίζω.обваливать IIнесов (в чем-л.) πασπαλίζω, ἐπιπάσσω:\обваливать в муке ἀλευρώνω· \обваливать в сухарях πασπαλίζω μέ παξιμαδό-σκονη. -
58 обметать
обметать Iнесов (пыль и т. п.) καθαρίζω, σκουπίζω / ξεσκονίζω, βγάζω τή σκόνη (тк. пыль).обмета||ть IIсов1. см. обметывать-2. безл разг:гу́бы \обметатьло ἔβγαλε ἐξανθήματα στά χείλια -
59 поднимать
поднима||тьнесов1. (с земли, с полу) σηκώνω, ἀνεγείρω, ἀνασηκώνω·2. (кверху) σηκώνω, ὑψώνω, ἀνεβάζω, ἀνυ-ψῶ; \поднимать ру́ку σηκώνω τό χέρι μου· \поднимать гла-за на кого-л. ρίχνω τό βλέμμα μου σέ κάποιον· \поднимать воротник σηκώνω τόν γιακά μου· \поднимать занавес театр. ἀνοίγω τήν αὐλαία θεάτρου· \поднимать флаг ὑψώνω τήν σημαία· \поднимать якорь σηκώνω τήν ἄγκυρα· \поднимать паруса мор. σηκώνω πανιά·3. (повышать, увеличивать) ἀνεβάζω, ὑψώνω, ἀνυψῶ:\поднимать цены ὑψώνω τίς τιμές· \поднимать хозяйство ἀνορθώνω τήν οἰκονομϊα· \поднимать производительность труда ἀνεβάζω τήν παραγωγικότητα τής δουλείας· ◊ \поднимать вопрос ἐγείρω ζήτημα· \поднимать восстание κάνω ἐπανάσταση, σηκώνω ἐπανάσταση· \поднимать тревогу χτυπώ συναγερμό· \поднимать всех на ноги σηκώνω ὀλους στό ποδάρί \поднимать крик βάζω τίς φωνές· \поднимать шум θορυβώ, κάνω θόρυβο· \поднимать пыль σηκώνω σκόνη· \поднимать» дух ἀνεβάζω τό ήθικό· \поднимать ру́ку на кого́-л. σηκώνω χέρι ἐνάντια σέ κάποιον \поднимать кого́-л. на смех κάνω κάποιον περίγελο, γελοιοποιώ· \поднимать ору́жие против кого́-л. σηκώνω (или παίρνω) τά ὀπλα ἐναντίον κάποιου, ἐπαναστατώ· \поднимать голос в защиту кого-л. συνηγορώ γιά κάποιον ·\поднимать целину́ с.-х. ξεχερσώνω, ἐκ-χερσῶ· \поднимать петли и а чулках πιάνω τόν πόντο κάλτσας. -
60 покрываться
покрывать||сяκαλύπτομαι, σκεπάζομαι:\покрыватьсяся румянцем κοκκινίζω (άμετ.)· \покрыватьсяся коркой σχηματίζω κρούστα· \покрыватьсяся пылью γεμίζω σκόνη, σκονίζομαι.
См. также в других словарях:
σκόνη — η 1. πολύ μικρά μόρια στερεής ύλης: Στούμπισε τη ζάχαρη και την έκανε σκόνη. 2. μικροί κόκκοι χώματος: Φύσηξε αέρας και σήκωσε σκόνη. 3. φάρμακο, σκονάκι. 4. φρ., «Με έκανε σκόνη», με διέλυσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκόνη — η, Ν 1. πολύ μικρά μόρια στερεάς ύλης, κονιορτός («θωρούσι σκόνης σύννεφο στα ύψη σηκωμένο», Ερωτόκρ.) 2. ποσότητα κονιοποιημένου φαρμάκου, σκονάκι 3. φρ. α) «μ έκανε σκόνη» μτφ. μέ διέλυσε, μέ κατανίκησε β) «ρίχνω σκόνη στα μάτια» μτφ. εξαπατώ,… … Dictionary of Greek
κοσμική σκόνη — Εξωγήινα σωματίδια που βρίσκονται σε όλες τις περιοχές του Διαστήματος. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από ελάχιστο έως εκείνο των μεγάλων μετεωριτών. Τα σωματίδια αυτά βρίσκονται επίσης στους κρατήρες που υπάρχουν πάνω στις επιφάνειες της Σελήνης… … Dictionary of Greek
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
κονίω — (Α) [κόνις] 1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ. β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.) 2. προετοιμάζομαι για μάχη 3. (για ίππους ή… … Dictionary of Greek
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
χρωστικά — Ουσίες ζωηρά χρωματισμένες και ικανές, έστω και σε μικρές ποσότητες, να δώσουν σταθερούς χρωματισμούς σε υλικά διάφορης φύσης. Τα χ. μπορεί να είναι φυσικά ή συνθετικά, οργανικά ή ανόργανα. Τα φυσικά χ. είναι φυτικά και ζωικά, όπως η χλωροφύλλη,… … Dictionary of Greek
La Poussière du temps — Ne doit pas être confondu avec Les Cendres du temps. La Poussière du temps Données clés Titre original Η σκόνη του χρόνου Réalisation Theo Angelopoulos Scénario … Wikipédia en Français
άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… … Dictionary of Greek
άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ … Dictionary of Greek