-
21 исполнение
1. (выполнение, осуществление) η εκτέλεση 2 (вид работы) η κατασκευήбрызгонепроницаемое - προστατευόμενη από ύδωρ/σταγόνεςвзрывозащищён-ное - см. взрывобезопасное -экспортное - για εξαγωγή 3 (муз.театр.) η ερμηνεία, η εκτέλεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исполнение
-
22 коксик
η κόνις, η σκόνη, τα φέψαλα του κοκ/κωκ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коксик
-
23 колпак
тех. το κάλυμμα, η καλύπτρα, η κεφαλή- обтекатель мор. о κώνος (της έλικας, του άξονα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колпак
-
24 крышка
το πώμα, το κάλυμμα, разг. το καπάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крышка
-
25 металл
το μέταλλ/οнаплавлять - γεμίζω με -, ηλεκτροκολλώ με --тяжёлый - хим. βαρύ -чёрные - ы μαύρα - α, ευτελή - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > металл
-
26 микрофон
το μικρόφωνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микрофон
-
27 молоко
1. (жидкость, выделяемая грудными железами женщин и самок млекопитающих) το γάλα- σε σκόνη2. (беловатый раствор каких-л. веществ) το γαλάκτωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > молоко
-
28 мука
1. (порошкообразный продукт, получаемый путём размола зерна хлебных злаков) το αλεύριкукурузная - το καλαμποκάλευρο, το αραβοσιτάλευροовсяная - см. толокнопшеничная - το σιτάλευρο, σιταρένιο -ячменная - το κριθάλευρο, κρίθινο -2. (измельчённые в порошок животные иминеральные вещества) η σκόνη (ζωηκών,μεταλλικών ή ορυκτών ουσιών), το αλεύριбутовая - το λιθάλευρο, η λιθόσκονηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мука
-
29 мыло
το σαπούνι, ο σάπωνнефтяное - см. вапортуалетное - πολυτελείας, αρωματικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мыло
-
30 обеспыливание
η αφαίρεση της σκόνηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обеспыливание
-
31 огнетушитель
ο πυροσβεστήραςщёлочно-кислотный - αλκαλικού οξέος. огнеупор το πυρίμαχο (υλικό)легковесный - ελαφρόβαρο/ελαφρύβαρο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > огнетушитель
-
32 порошкообразный
σε σκόνη, κονιο-ειδής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порошкообразный
-
33 порошок
η σκόνη, η κόνιςрастирать в - κονιοποιώ, κονιορτοποιώалмазный - του αδάμαντα/διαμαντιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порошок
-
34 пресс-порошок
(пласт.) η πρώτη ύλη (σε σκόνη) για διαμόρφωση πλαστικού υπό πίεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пресс-порошок
-
35 припудривание
(полигр) η επικάλυψη με σκόνη/πούδρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > припудривание
-
36 присыпать
(засыпать, посыпать) (επι)καλύπτω με σκόνη, πασπαλίζω, προσθέτω/συμπληρώνω (κάτι σε χύμα, π.χ. με άμμο, χώμα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присыпать
-
37 присыпка
1. (действие) η (επι)κάλυψη, το πασπάλισμα, η συμπλήρωση/πρόσθεση (σε χύμα, π.χ. με άμμο, χώμα)- трубопровода (при укладке в землю) - των σωληνώσεων (κατά την υπόγεια τοποθέτηση τους) 2 (вещество порошок которым присыпают что-л.) η σκόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присыпка
-
38 пудровка
(рез.) η κονιοποίηση, (процесс) η επικάλυψη ή ο ψεκασμός με σκόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пудровка
-
39 пылезащита
η προστασία από τη σκόνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пылезащита
-
40 пылепитатель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пылепитатель
См. также в других словарях:
σκόνη — η 1. πολύ μικρά μόρια στερεής ύλης: Στούμπισε τη ζάχαρη και την έκανε σκόνη. 2. μικροί κόκκοι χώματος: Φύσηξε αέρας και σήκωσε σκόνη. 3. φάρμακο, σκονάκι. 4. φρ., «Με έκανε σκόνη», με διέλυσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκόνη — η, Ν 1. πολύ μικρά μόρια στερεάς ύλης, κονιορτός («θωρούσι σκόνης σύννεφο στα ύψη σηκωμένο», Ερωτόκρ.) 2. ποσότητα κονιοποιημένου φαρμάκου, σκονάκι 3. φρ. α) «μ έκανε σκόνη» μτφ. μέ διέλυσε, μέ κατανίκησε β) «ρίχνω σκόνη στα μάτια» μτφ. εξαπατώ,… … Dictionary of Greek
κοσμική σκόνη — Εξωγήινα σωματίδια που βρίσκονται σε όλες τις περιοχές του Διαστήματος. Το μέγεθός τους κυμαίνεται από ελάχιστο έως εκείνο των μεγάλων μετεωριτών. Τα σωματίδια αυτά βρίσκονται επίσης στους κρατήρες που υπάρχουν πάνω στις επιφάνειες της Σελήνης… … Dictionary of Greek
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
κονίω — (Α) [κόνις] 1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ. β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.) 2. προετοιμάζομαι για μάχη 3. (για ίππους ή… … Dictionary of Greek
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
χρωστικά — Ουσίες ζωηρά χρωματισμένες και ικανές, έστω και σε μικρές ποσότητες, να δώσουν σταθερούς χρωματισμούς σε υλικά διάφορης φύσης. Τα χ. μπορεί να είναι φυσικά ή συνθετικά, οργανικά ή ανόργανα. Τα φυσικά χ. είναι φυτικά και ζωικά, όπως η χλωροφύλλη,… … Dictionary of Greek
La Poussière du temps — Ne doit pas être confondu avec Les Cendres du temps. La Poussière du temps Données clés Titre original Η σκόνη του χρόνου Réalisation Theo Angelopoulos Scénario … Wikipédia en Français
άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… … Dictionary of Greek
άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ … Dictionary of Greek