-
1 σεσωρεύσθαι
-
2 σεσωρεῦσθαι
-
3 φύρδην
A in utter confusion, A.Pers. 812;φ. μάχεσθαι X.Cyr. 7.1.37
;σεσωρεῦσθαι Plb.16.8.9
;πάντα εἰκῇ καὶ φ. ἐπράττετο Id.30.11.6
; σύρει φ. drags headlong, S. l.c.2 (φύρω 1
) with defilement, σίδαρον.. φ. μεστὸν ἔχουσα φόνου APl.c.; φ. τείρων φῶτας ἐκβιάζεται Keil-Premerstein Erster Bericht p.9.
См. также в других словарях:
σεσωρεῦσθαι — σωρεύω heap perf inf mp σωρεύω heap perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)