-
1 σεμνοστομος
-
2 σεμνόστομος
σεμνόστομοςsolemnly spoken: masc /fem nom sg -
3 σεμνόστομος
σεμνό-στομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνόστομος
-
4 σεμνόστομος
-
5 σεμνό-στομος
σεμνό-στομος, vornehm redend, Aesch. Prom. 955, σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῠϑός ἐστιν.
-
6 φρόνημα
φρόνημα, τό, Sinn, Verstand, Gedanken; ἔστ' ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου Aesch. Prom. 376, u. oft, wie Soph. u. Eur.; das, was Einer im Sinn, in Gedanken hat, Her., auch Sinnesart, Gesinnung, nicht selten im plur., 3, 122. 125. 9, 54; ἐμπέδοις φρονήμασιν, mit unveränderlicher Gesinnung, Treue, Soph. Ant. 169; ἐν ἐλευϑέρῳ φρονήματι βεβιωκώς Plat. Legg. IX, 685 d; μεϑυσϑεὶς ἀνὴρ τυραννικόν τι φρόνημα ἴσχει Rep. IX, 573 b; bes. erhabene Gesinnung, Muth, Hochsinn, φρονήματος τοῦ πρὶν στερέντες Eur. Hec. 622; καὶ τὰ φρο-νήματα μεγάλα εἶχον Plat. Conv. 190 b; allein, Muth, Menex. 239 e. Aber auch in tadelnder Bdtg, allzu hohe Meinung von sich, Hochmuth, Hoffart, Stolz u. Prahlerei, ὑπέρτολμον ἀνδρὸς φρόνημα τίς λέγοι; Aesch. Ch. 587; σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῦϑός ἐστιν Prom. 955 (er braucht es auch = φρένες, ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών Eum. 456); ἀνδρὸς οὐδενὸς φρόνημα δείσασα Soph. Ant. 455; τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων Eur. Heracl. 388; ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα Ar. Vesp. 1024; Thuc. 5, 43; οὐ φρονήματος καὶ ϑυμοῠ ἐμπίπλαται Plat. Rep. III, 411 c; καὶ μεγαλαυχία Lys. 206 a.
См. также в других словарях:
σεμνόστομος — solemnly spoken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνόστομος — ον, ΜΑ (με ειρων. σημ.) αυτός που λέγεται με πομπώδες ύφος, στομφώδης («σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέων ὁ μύθός ἐστιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος] … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
σεμνόφωνος — ον, Μ ο σεμνόστομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό φωνος] … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek