-
1 σειρᾱφόρος
σειρᾱ-φόρος, (1) seiltragend; gew. ὁ σειραφόρος, mit u. ohne ἵππος, das Pferd, das am Seil, an der Leine, nicht im Joche zieht, das Handpferd, das neben dem ins Joch gespannten, od., wie wir sagen, 'auf der Wildbahn' geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; übertr., ζευχϑεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος, 816, ein Genosse; (2) einen Fallstrick od. Fangstrick tragend, so hießen die Parther -
2 σειρᾱ-φόρος
σειρᾱ-φόρος, ion. σειρηφόρος, Lob. Phryn. 645, – 1) seiltragend; gew. ὁ σειραφόρος, mit u. ohne ἵππος, das Pferd, das am Seil, an der Leine, nicht im Joche zieht, das Handpferd, das neben dem in's Joch gespannten, od., wie wir sagen, »auf der Wildbahn« geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; πῶλοι, Eur. I. A. 223; ζεύξω βαρείαις οὔτι μὴ σειραφόρον κριϑῶντα πῶλον, Aesch. Ag. 1624; übertr., ζευχϑεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος, 816, ein Genosse; Ar. Nubb. 1282; eben so κάμ ηλος σ., Her. 3, 102, u. ὄνος. – 2) einen Fallstrick od. Fangstrick tragend (s. σειρά), so hießen die Parther, Suid.
-
3 παρά-σειρος
παρά-σειρος, neben od. an dem Seile, an der Leine gehend, gew. ἵππος, das nicht ins Joch gespannte, sondern daneben, an der Leine ziehende Pferd, Handpferd (vgl. σειραφόρος), Ggstz von ζύγιος, Themist., zw. Dah. nebenher gehend, der Gefährte, Πυλάδης ποδὶ κηδοσύνῳ παράσειρος, Eur. Or. 1017; – παρασείρους καϑίησιν ὁρμιάς, auf beiden Seiten, Ael. H. A. 15, 10; vgl. Xen. Cyn. 5, 25; – τὰ παράσειρα, auch παράσυρα geschrieben, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, VLL. u. sp. Medic. Nach Poll. 2, 182 auch die letzten Rippen, bei Hesych. παρασείρια. – Bei Ath. V, 206 c ist τὸ παράσειρον f. l. für παράσειον.
-
4 σειρας-φόρος
σειρας-φόρος, = σειραφόρος, Aesch. Ag. 1624, als v. l.
-
5 σειρη-φόρος
σειρη-φόρος, ion. = σειραφόρος.
-
6 σειρο-φόρος
σειρο-φόρος, = σειραφόρος, Suid.
-
7 ἀριστερο-ζυγής
ἀριστερο-ζυγής, ὁ, sc. ἵππος, B. A. p. 10 durch ζύγιος σειραφόρος erkl., das linke Leinpferd neben dem Joche.
См. также в других словарях:
σειραφόρος — σειρᾱφόρος , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειραφόρος — και ιων. τ. σειρηφόρος και σειροφόρος, ον, Α 1. αυτός που οδηγείται με σχοινί («σειρηφόρον μὲν ἑκατέρωθεν ἔρσενα παρέλκειν [κάμηλον]», Ηρόδ.) 2. (συν. σε συνεκφορά με το ἵππος) άλογο που σύρει την άμαξα μόνο με σχοινί ή λουρί, με το οποίο είναι… … Dictionary of Greek
σειρηφόρον — σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem acc sg (ionic) σειραφόρος which draws by the trace only neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειραφόρον — σειρᾱφόρον , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem acc sg σειρᾱφόρον , σειραφόρος which draws by the trace only neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
παράσειρος — η, ο / παράσειρος, ον, ΝΑ (για άλογα) αυτός που δεν είναι ζευγμένος αλλά δεμένος στα πλάγια τού κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. σειραφόρος αρχ. 1. παράπλευρος, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό κάποιου 2. μτφ. σύντροφος 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
σειραφόριο — το, Ν [σειραφόρος] ξύλινο ή σιδερένιο κοντάρι που βρίσκεται στο πρόσθιο μέρος άμαξας, στο οποίο προσδένονται οι σειράδες … Dictionary of Greek
σειρηφόρος — ον, Α βλ. σειραφόρος … Dictionary of Greek
σειροφόρος — ον, Α βλ. σειραφόρος … Dictionary of Greek
σειραφόροι — σειρᾱφόροι , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειραφόρους — σειρᾱφόρους , σειραφόρος which draws by the trace only masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)