-
1 παράσειον
παρά-σειον, τό, das oberste Segel, supparum -
2 παρά-σειρος
παρά-σειρος, neben od. an dem Seile, an der Leine gehend, gew. ἵππος, das nicht ins Joch gespannte, sondern daneben, an der Leine ziehende Pferd, Handpferd (vgl. σειραφόρος), Ggstz von ζύγιος, Themist., zw. Dah. nebenher gehend, der Gefährte, Πυλάδης ποδὶ κηδοσύνῳ παράσειρος, Eur. Or. 1017; – παρασείρους καϑίησιν ὁρμιάς, auf beiden Seiten, Ael. H. A. 15, 10; vgl. Xen. Cyn. 5, 25; – τὰ παράσειρα, auch παράσυρα geschrieben, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, VLL. u. sp. Medic. Nach Poll. 2, 182 auch die letzten Rippen, bei Hesych. παρασείρια. – Bei Ath. V, 206 c ist τὸ παράσειρον f. l. für παράσειον.
-
3 παρά-σιον
παρά-σιον, = παράσειον, zw.
См. также в других словарях:
παράσειον — topsail neut nom/voc/acc sg παρασείω shake at the side aor imperat act 2nd sg (epic) παρασείω shake at the side imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) παρασείω shake at the side imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασείων — παράσειον topsail neut gen pl παρασείω shake at the side fut part act masc nom sg (epic) παρασείω shake at the side pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασείῳ — παράσειον topsail neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισείων — ο (γεν. οντος) (Α ἐπισείων) νεοελλ. ναυτ. στενή και επιμήκης ταινία πάνω στον ιστό πολεμικού πλοίου, ως διακριτικό σημείο τής ιδιότητάς του, κν. φιάμολα, φιλάντρα αρχ. 1. σημαία (βλ. παράσειον) 2. (στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο γέροντα με μακριά… … Dictionary of Greek
παράσειο — το / παράσειον, ΝΑ νεοελλ. μικρή έγχρωμη σημαία, σχισμένη στα δύο στην άκρη, που χρησιμεύει για διακόσμηση ή για την επικοινωνία με σήματα στον στρατό ή στο ναυτικό και συχνά στολίζει τις λόγχες τών ιππέων ή τις σάλπιγγες αρχ. 1. μακρόστενη… … Dictionary of Greek