-
1 σειρήνιος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 15,21 -
2 Σειρήνειος
Σειρήνειος, ον,A Siren-like: metaph., bewitching, LXX 4 Ma.15.21, Hld.5.1:—in codd. freq. σειρήνιος. Also fem. Adj. [full] Σειρηνίς, ίδος, D.P.360, Tz.H.1.341, and Σειρηνίδες,= Σειρῆνες, ib.9.19; [dialect] Dor. [full] Σηρηνίδες dub. in Alcm.23.96.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σειρήνειος
См. также в других словарях:
σειρήνειος — και σειρήνιος, ον, Α [σειρήν, ῆνος] 1. ο όμοιος με σειρήνα 2. μτφ. θελκτικός, γοητευτικός («σειρήνιοι μελῳδίαι», ΠΔ) … Dictionary of Greek