-
1 σγουραίνω 1згурэно][/*] ρ. (αμτβ.) виться.
[сгуро] ουσ. о. локон, завиток волос.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σγουραίνω 1згурэно][/*] ρ. (αμτβ.) виться.
-
2 завиться
σγουραίνω, γίνομαι σγουρός, κατσαρώνω -
3 завить
завить κατσαρώνω, σγου ραίνω \завиться σγουραίνω, γίνο μαι σγουρός, κατσαρώνω* * *κατσαρώνω, σγουραίνω -
4 виться
вить||ся1. (обвиваться) πλέκομαι, περιτυλίσσομαι, συστρέφσμαι·2. (о волосах) σγουραίνω:волосы выотся τά μαλλιά εἶναι σγουρά (или εἶναι κατσαρά)·3. (кружиться) στροβιλίζομαι/ αἰωρούμαι, στέκομαι στον ἀέρα (о птицах, бабочках и т. п.)·4. (извиваться) στριφογυρίζω, κουλουριάζομαι/ ἐλίσσομαι (о реке). -
5 завивать
завиватьнесов σγουραίνω, κατσαρώ-νω. -
6 гофрировать
-руга, -руешьρ.δ.μ.σχηματοποιώ, διαποικίλλω ύφασμα, δέρμα κλπ., πλουμίζω. || παλ. κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζω, φριζάρω, οντουλάρω.παλ. διαποικίλλομαι, πλουμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
7 закурчавиться
-влюсь, -вишьсяρ.σ.αρχίζω να σγουραίνω. -
8 кучерявиться
-итсяρ.δ. (διαλκ.) κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζομαι. -
9 навить
-вью, -вьшь, παρλθ. χρ. навил, -ла, -ло, προστκ. навей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навитый, βρ: -вит, -а, -оρ.σ.μ.1. περιτυλίγω, μαζεύω κλωστή πηνίζω καρουλιάζω, μασουρίζω.2. κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζω, οντουλάρω.3. πλέκω•навить канатов πλέκω καραβόσχοινα.
4. συσσωρεύω, μαζεύω.5. (διαλκ.) γεμίζω φορτώνω (με το δικράνι κάρο, έλκυθρο κ.τ.τ.).περιτυλίγομαι, πηνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
σγουραίνω — σγουραίνω, σγούρυνα βλ. πίν. 47 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σγουραίνω — σγούρανα 1. μτβ., κατσαρώνω: Σγουραίνω τα μαλλιά. 2. αμτβ., γίνομαι σγουρός: Όσο μεγαλώνει, σγουραίνουν τα μαλλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σγουραίνω — και σγουρώνω και σγουρύνω και μόνον ως αμτβ. σγουριάζω και σγουρίζω Ν [σγουρός] 1. μτφ. κάνω κάτι σγουρό, βοστρυχώνω, κατσαρώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι σγουρός («τα μαλλιά της τελευταία έχουν σγουρύνει πολύ») … Dictionary of Greek
σγουρώνω — σγουραίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοστρυχίζω — (Α) [βόστρυχος] 1. σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά 2. (για ύφος λόγου) πλέκω, στολίζω … Dictionary of Greek
κατσαρώνω — [κατσαρός] 1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της») 2. γίνομαι σγουρός 3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς … Dictionary of Greek
οντουλάρω — προσδίδω κυματοειδές σχήμα στα μαλλιά με τεχνητό τρόπο, σγουραίνω, κατσαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. onduler < onde «κύμα» (< λατ. unda «κύμα»)] … Dictionary of Greek
παραπλέκω — ΜΑ 1. εμπλέκω ή ενυφαίνω («οἱ γναφέες... κείροντες τὰ ὑπερέχοντα καὶ παραπλέκοντες καλλίῳ ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. παρεμβάλλω, παρεισάγω («ὅλη γε τῇ δραματουργία τοῡτο παραπέπλεκται», Στράβ.) αρχ. 1. συμπλέκω, συνθέτω («μύθους παραπλέκουσιν… … Dictionary of Greek
σγουρώνω — Ν βλ. σγουραίνω … Dictionary of Greek
συστρέφω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [στρέφω] στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, τό στρίβω αρχ. 1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.) 2. στρέφω κάτι απότομα 3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω 4. συνάγω,… … Dictionary of Greek
φριζάρω — Ν σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. friser «βοστρυχίζω, κατσαρώνω τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek