-
1 завить
завить κατσαρώνω, σγου ραίνω \завиться σγουραίνω, γίνο μαι σγουρός, κατσαρώνω* * *κατσαρώνω, σγουραίνω -
2 подвить
-
3 завиться
σγουραίνω, γίνομαι σγουρός, κατσαρώνω -
4 завиваться
завивать||сяκατσαρώνω τά μαλλιά μου, κάνω περμανάντ, ὀντουλλάρω τά μαλλιά μου. -
5 завивать
[ζαβιβάτ'] ρ. κάνω περμανάντ, κατσαρώνω -
6 завивать
[ζαβιβάτ'] ρ κάνω περμανάντ, κατσαρώνω -
7 гофрировать
-руга, -руешьρ.δ.μ.σχηματοποιώ, διαποικίλλω ύφασμα, δέρμα κλπ., πλουμίζω. || παλ. κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζω, φριζάρω, οντουλάρω.παλ. διαποικίλλομαι, πλουμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
8 завить
-вью, -вьешь, παρλθ. χρ. завил, -ла, -ло; προστκ. завей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завитый, βρ: -вит, -а, -оρ.σ.μ.κατσαρώνω, σγουραίνχο, βοστρυχίζω, κάνω μπούκλες• στρίβω. || πλέκω•завить венки πλέκω στεφάνια.
|| περιτυλίγω, περιελίσσω.εκφρ.завить горе веревочкой – πνίγω τη θλίψη.1. βλ. ρ. ενεργ.2. στρίβομαι, κλώθομαι.3. οντουλάρομαι.4. αρχίζω να περιπλέκομαι κλπ. ρ. βλ. виться. -
9 закудрявиться
-ится ρ,σ. γίνομαι κατσαρός. || αρχίζω να κατσαρώνω. -
10 кудрявиться
-итсяρ.δ. περιελίσσομαι, κατσαρώνω, γίνομαι βοστρυχοειδής. -
11 курчавить
-
12 кучерявиться
-итсяρ.δ. (διαλκ.) κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζομαι. -
13 навить
-вью, -вьшь, παρλθ. χρ. навил, -ла, -ло, προστκ. навей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навитый, βρ: -вит, -а, -оρ.σ.μ.1. περιτυλίγω, μαζεύω κλωστή πηνίζω καρουλιάζω, μασουρίζω.2. κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζω, οντουλάρω.3. πλέκω•навить канатов πλέκω καραβόσχοινα.
4. συσσωρεύω, μαζεύω.5. (διαλκ.) γεμίζω φορτώνω (με το δικράνι κάρο, έλκυθρο κ.τ.τ.).περιτυλίγομαι, πηνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
κατσαρώνω — κατσαρώνω, κατσάρωσα, κατσαρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατσαρώνω — [κατσαρός] 1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της») 2. γίνομαι σγουρός 3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς … Dictionary of Greek
κατσαρώνω — κατσάρωσα, κατσαρώθηκα, κατσαρωμένος, κάνω κάτι κατσαρό ή γίνομαι κατσαρός: Είναι ειδική στο να κατσαρώνει μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φριζάρω — Ν σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. friser «βοστρυχίζω, κατσαρώνω τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek
ακατσάρωτος — η, ο [κατσαρώνω] αυτός που δεν είναι κατσαρωμένος ή δεν μπορεί να κατσαρωθεί, να γίνει κατσαρός … Dictionary of Greek
βοστρυχίζω — (Α) [βόστρυχος] 1. σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά 2. (για ύφος λόγου) πλέκω, στολίζω … Dictionary of Greek
καταγκυλώ — καταγκυλῶ, όω (Α) 1. (για τις τρίχες τού κεφαλιού) κάνω κάτι κυματώδες, «κατσαρώνω» 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὸ κατηγκυλωμένον η λοξότητα, η στρεβλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγκυλῶ (< ἀγκύλος)] … Dictionary of Greek
κατσάρωμα — το [κατσαρώνω] 1. το να κάνει κάποιος κατσαρό κάτι, να τού μεταβάλει το σχήμα και να τό κάνει σγουρό 2. (για φυτά) ελικοειδής αναρρίχηση … Dictionary of Greek
κατσαρωτός — ή, ό [κατσαρώνω] κατσαρός, σγουρός … Dictionary of Greek
κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… … Dictionary of Greek
οντουλάρω — προσδίδω κυματοειδές σχήμα στα μαλλιά με τεχνητό τρόπο, σγουραίνω, κατσαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. onduler < onde «κύμα» (< λατ. unda «κύμα»)] … Dictionary of Greek