-
1 σβέρκος
ο затылок; шея;§ κάθομαι στο σβέρκο κάποιου — сидеть у кого-л. на шее;
ψωνίζω από σβέρκο — с треском провалиться
-
2 σβέρκος
[звэркос] ουσ. α затылок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σβέρκος
-
3 σβέρκος
[звэркос] ουσ α затылок. -
4 σβέρκος
ense -
5 σβέρκος
nuque -
6 σβέρκος
kark (m) rzecz. -
7 σβέρκος
1) šíje2) vaz -
8 σβέρκος
1) nape2) neckΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σβέρκος
-
9 nuque
σβέρκος -
10 šíje
σβέρκος -
11 vaz
σβέρκος -
12 nape
σβέρκος -
13 kark
σβέρκος -
14 ense
σβέρκος, αυχένας -
15 затылок
-
16 затылок
анат. о αυχένας, ο σβέρκος (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затылок
-
17 загривок
загривокм1. (у лошади) ἡ ἄκρη τῆς χαίτης·2. (у человека) разг ὁ σβέρκος. -
18 затылок
затыло||км ὁ αὐχένας [-ήν], ὁ σβέρκος / анат. τό ἰνίο[ν]· ◊ становиться в \затылок μπαίνω είς φάλαγγα κατ' ἀνδρα. -
19 шея
шеяж ὁ λαιμός, ὁ τράχηλος/ ὁ αὐχήν, ὁ σβέρκος (сзади)· ◊ бросаться (вешаться) на шею кому́-л. σφιχταγκαλιάζω κάποιον· выгнать (вытолкать) кого́-л. в шею πετώ κάποιον ἔξω· сидеть на шее у кого́-л. κάθομαι στον σβέρκο κάποιου· получить по шее груб. τρώγω ξύλο, τις τρώγω· дать по шее груб. τίς βρέχω κάποιου· сломать себе шею τσακίζομαι, σπάνω τόν σβέρκο μου. -
20 nape
[neip](the back of the neck: His hair curled over the nape of his neck.) σβέρκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σβέρκος — ο, Ν 1. το πίσω μέρος τού λαιμού, ο αυχένας 2. φρ. α) «τού κάθισε στον σβέρκο» τού έγινε βάρος, τού φορτώθηκε β) «ψώνισα από σβέρκο» εξαπατήθηκα ή απέτυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. zverk] … Dictionary of Greek
σβέρκος — ο (λ. αλβαν.) 1. το πίσω μέρος του λαιμού, ο αυχένας: Του πέρασε ένα λουρί στο σβέρκο του. 2. «Του κάθισε στο σβέρκο», του έγινε φόρτωμα· «Ψώνισε από σβέρκο», απέτυχε στην εκλογή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
ζνίχι — το [ζινίχιον] τράχηλος, σβέρκος … Dictionary of Greek
κούτικας — και ακούτικας, ο αυχένας, σβέρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < κόττικοι «περικεφαλαίες» (Ησύχ.) ή < αρχ. κοττίς «κεφαλή, ινίο», με κώφωση ( ο > ου ) στον τ. ακούτικας εμφανίζεται ανάπτυξη α ] … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
ξεζνιχίζω — (Μ) (σχετικά με θυσία πτηνών στην ΠΔ) τσιμπώ με το νύχι ή τρυπώ με αιχμηρό όργανο τον λαιμό τού πτηνού χωρίς να αποκόψω εντελώς το κεφάλι από το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζνίχι(ον) «τράχηλος, σβέρκος»] … Dictionary of Greek
ξεσβερκώνομαι — και ξεσβερκιάζομαι 1. αισθάνομαι πόνο στους μυς τού σβέρκου, τού τραχήλου, που οφείλεται σε μεγάλο κάματο, βγάζω τον σβέρκο μου 2. στρέφω επίμονα και επί πολλή ώρα το κεφάλι μου προς μία κατεύθυνση, ξελαιμιάζομαι («ξεσβερκώθηκε να τόν κοιτάζει»)… … Dictionary of Greek
σβερκιά — η, Ν [σβέρκος] χτύπημα στον αυχένα με την παλάμη … Dictionary of Greek
σνίχι — το, Ν αυχένας, σβέρκος … Dictionary of Greek