-
21 the scruff of the neck
(the back of the neck by which an animal can be grasped or lifted: She picked up the cat by the scruff of the neck.) σβέρκος -
22 загривок
[ζαγκρίβοκ] ους. α. σβέρκος -
23 затылок
[ζατύλοκ] ουσ. α. αυχένας, σβέρκος -
24 загривок
[ζαγκρίβοκ] ουσ α σβέρκος -
25 затылок
[ζατύλοκ] ουσ α αυχένας, σβέρκος -
26 затылок
-лка α. αυχένας, σβέρκος. || το ινίο, ινιακό οστό.εκφρ.в затылок (идти, шагать, стоять) – ένας κοντά τον άλλον, πλησιέστατα• σε φάλαγγα κατ’ άντρα. -
27 зашеина
-ы θ. (απλ.) αυχένας, σβέρκος. -
28 шея
-и θ.λαιμός, τράχηλος• σβέρκος.εκφρ.наломать (намять) -ю кому – χτυπώ, ξυλοκοπώ• δίνω σβερκιά•намылить -ю кому – κατσαδιάζω κάποιον•гнать (толкать – κλπ.) в -ю ή в три шеи (απλ.) διώχνω πυξ-λαξ, κακήν-κακώς, κλωτσηδόν•вешаться (бросаться, кидать(ся) на -ю кому – κρέμομαι, ρίχνομαι στο λαιμό κάποιου (αγκαλιάζω, χαϊδεύω) από αγάπη ή για να πετύχω•посадить на -ю кому – βάζω στο λαιμό κάποιου (επιφορτίζω κάποιον)•сесть на -ю кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (γίνομαι βάρος, παράσιτο σε κάποιον)•сидеть (быть, жить) на шее у кого – βλ. την προηγούμενη έκφραση•дать (надавать) по шее ή в шею, по -ям – (απλ.) α) χτυπώ στο σβέρκο δίνω σβερκιά. β) διώχνω πυξ-λαξ•на свою -ю ή себе на -ю – στην καμπούρα μου, σε βάρος μου. -
29 neck
1) αυχένας2) λαιμός3) σβέρκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σβέρκος — ο, Ν 1. το πίσω μέρος τού λαιμού, ο αυχένας 2. φρ. α) «τού κάθισε στον σβέρκο» τού έγινε βάρος, τού φορτώθηκε β) «ψώνισα από σβέρκο» εξαπατήθηκα ή απέτυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. zverk] … Dictionary of Greek
σβέρκος — ο (λ. αλβαν.) 1. το πίσω μέρος του λαιμού, ο αυχένας: Του πέρασε ένα λουρί στο σβέρκο του. 2. «Του κάθισε στο σβέρκο», του έγινε φόρτωμα· «Ψώνισε από σβέρκο», απέτυχε στην εκλογή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
ζνίχι — το [ζινίχιον] τράχηλος, σβέρκος … Dictionary of Greek
κούτικας — και ακούτικας, ο αυχένας, σβέρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < κόττικοι «περικεφαλαίες» (Ησύχ.) ή < αρχ. κοττίς «κεφαλή, ινίο», με κώφωση ( ο > ου ) στον τ. ακούτικας εμφανίζεται ανάπτυξη α ] … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
ξεζνιχίζω — (Μ) (σχετικά με θυσία πτηνών στην ΠΔ) τσιμπώ με το νύχι ή τρυπώ με αιχμηρό όργανο τον λαιμό τού πτηνού χωρίς να αποκόψω εντελώς το κεφάλι από το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζνίχι(ον) «τράχηλος, σβέρκος»] … Dictionary of Greek
ξεσβερκώνομαι — και ξεσβερκιάζομαι 1. αισθάνομαι πόνο στους μυς τού σβέρκου, τού τραχήλου, που οφείλεται σε μεγάλο κάματο, βγάζω τον σβέρκο μου 2. στρέφω επίμονα και επί πολλή ώρα το κεφάλι μου προς μία κατεύθυνση, ξελαιμιάζομαι («ξεσβερκώθηκε να τόν κοιτάζει»)… … Dictionary of Greek
σβερκιά — η, Ν [σβέρκος] χτύπημα στον αυχένα με την παλάμη … Dictionary of Greek
σνίχι — το, Ν αυχένας, σβέρκος … Dictionary of Greek