-
1 σαωσέμεν
σαόωfut inf act (epic)σώζωfut inf act (epic) -
2 σαόω
σαόω, = σώζω, vom alten ΣΑΟΣ, σῶς; davon imperf. 3. Pers. σάω, Il. 16, 363. 21, 238, wovon der unregelmäßige imperat. σάω, Od. 13, 930. 17, 595 H. h. 12, 3, zu unterscheiden ist; fut. σαώσω u. aor. ἐσάωσα, nebst aor. pass. ἐσαώϑην, ἐσάωϑεν = ἐσαώϑησαν, Od. 3, 185, fut. med. σαώσομαι, 21, 309; – retten, erhalten, wie σώζω, was zu vergleichen; ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω, 10, 286; νὺξ δ' ἥδ' ἠὲ διαῤῥαίσει στρατὸν ἠὲ σαώσει, Il. 9, 78; ἐκ ϑανάτοιο, 22, 175; ἐκ πολέμοιο, 17, 452, u. öfter; ἐν δοιῇ δὲ σαωσέμεν ἢ ἀπολέσϑαι νῆας, 9, 230; ἐῤῥ ύσατο καὶ ἐσάωσε, 15, 290; auch αἴ κε τάχιστα νέκυν ἐπὶ νῆα σαώσῃ, 17, 692, den Todten unversehrt zum Schiff hinbringen; vgl. 24, 35; Pind. τόλμα μιν ἐσάωσεν, frg. 155; σαώϑη ἐκ πόντου, P. 4, 161; σαοῠσι, Tyrt. 2, 13.
-
3 δοιός
δοιός, zwiefach, doppelt; Wurzel δFι-, verwandt δίς, δισσός, δύο; δοιός entstanden aus δFιός, das F übergegangen in ο, wie δοάν für δFάν; vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 204. 2, 146. Bei Homer öfters im plural., = zwei, δοιοί, δοιούς, δοιαί, δοιά, δοιοῖς, δοιοῖσι (ν), öfters auch in der Dualform δοιώ, welche Iliad. 24, 648 neutrum ist, στόρεσαν δοιὼ λέχε' ἐγκονέουσαι; singular nur einmal, das fem. δοιή substantivirt = der Zweifel, Iliad. 9, 230 ἐν δοιῇ δὲ σαωσέμεν ἢ ἀπολέσϑαι νῆας, Scholl. Herodian. ἐν δοιῇ: περισπαστέον· δοτικὴ γὰρ ἀκόλουϑος εὐϑείᾳ τῇ δοιός, οὗ τὸ ϑηλυκὸν δοιή. Das neutr. plural. δοιά steht adverbial = »auf zwiefache Art«, »in doppelter Hinsicht« Odyss. 2, 46, ἀλλ' ἐμὸν αύτοῠ χρεῖος, ὅ μοι κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ, δοιά· τὸ μέν, – νῠν δ' αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, Scholl. H. Ἀρίσταρχος τὸ δοιά ἀντὶ τοῦ διχῶς, Scholl. E ὁ μὲν Ἀριστοφάνης κακά πληϑυντικῶς γράφει, ὁ δὲ Ἀρίσταρχος τὸ δοιά ἀντὶ τοῠ διχῶς ἀκούει, Sckoll. B H M ὅ μοι κακὸν ἔμπεσεν: Ἀριστοφάνης ὅ μοι κακὰ ἔμπεσε· τὸ δὲ ὅ μοι ἀντὶ τοῠ ὅτι μοι, Scholl. M. ἐπειδὴ εἶπε κακὸν ἑνικῶς, ὡς λαμβανόμενος ἑαυτοῦ ἐπάγει οὐχ ἓν κακόν, ἀλλὰ δαο. – Folgende: Ant. Th. 41 (IX, 46) δοιῆς εὐτυχίης; Simm. 1 (VI, 113) δοιόν; – Call. Iov. 5 ἐν δοιῇ μάλα ϑυμός; Antagor. bei Diog. Laert. 4, 26 ἐν δοιῇ μοι ϑυμός; – Hes. O. 432 δοιὰ ἄροτρα; Pind. P. 4, 172 δοιοὶ ἀνέρες; N. 1, 44 δοιοὺς ὄφιας.
-
4 σαόω
σαόω ( σάος), σώω, σώζω, subj. σόῃς, σόῃ (σόῳς, σόῳ), 3 pl. σόωσι (σάωσι, σοῶσι), imp. σάω, part. σώζων, σώοντες, ipf. σάω ( σάου), iter. σώεσκον, fut. σαώσω, inf. σαωσέμεν(αι), aor. (ἐ) σάωσα, mid. fut. σαώσεαι, pass. aor. 3 pl. ἐσάωθεν, imp. σαωθήτω, inf. σαωθῆναι: save, preserve, deliver, mid., oneself, Od. 5.490, Il. 16.363; freq. implying motion, ἐκ πολέμου, τηλόθεν, ἐς προχοάς, ἐπὶ νῆα, Od. 3.231, Ρ , Od. 21.309.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σαόω
См. также в других словарях:
σαωσέμεν — σαόω fut inf act (epic) σώζω fut inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)