-
1 σαυσαρισμος
ὁ предполож. болезненная сухость или неподвижность языка Arst. -
2 σαυσαρισμός
σαυσαρισμόςparalysis of the tongue: masc nom sg -
3 σαυσαρισμός
σαυσᾰρισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαυσαρισμός
См. также в других словарях:
σαυσαρισμός — paralysis of the tongue masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαυσαρισμός — ὁ, Α παράλυση τής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαυσαρόν + ισμός, μέσω αμάρτυρου *σαυσαρίζω] … Dictionary of Greek