Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σαρκο-δᾰκής

См. также в других словарях:

  • λαιμοδακής — λαιμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, αυτός που αγκιστρώνεται στον φάρυγγα («ἀγκίστρων λαιμοδακεῑς ἀκίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δακής (< δάκος, τὸ «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. θυμο δακής, σαρκο δακής] …   Dictionary of Greek

  • σηψιδακής — ές, Α (για ερπετά) αυτός που προκαλεί σήψη με το δήγμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆψις + δακής (< δάκος, τὸ, «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. λαιμο δακής, σαρκο δακής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»