Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σαρκοβορος

См. также в других словарях:

  • σαρκοβόρος — eating flesh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοβόρος — α, ο / σαρκοβόρος, ον, ΝΑ 1. (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. τα σαρκοβόρα ζωολ. τα σαρκοφάγα 2. φρ. «σαρκοβόρο φυτό» βοτ. φυτό ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοβόρος — α, ο αυτός που τρέφεται με σάρκες: Το λιοντάρι είναι σαρκοβόρο ζώο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαρκοβόρον — σαρκοβόρος eating flesh masc/fem acc sg σαρκοβόρος eating flesh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοβόρα — σαρκοβόρος eating flesh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοβόροι — σαρκοβόρος eating flesh masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοβόροιο — σαρκοβόρος eating flesh masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοβόροις — σαρκοβόρος eating flesh masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοβόρου — σαρκοβόρος eating flesh masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοβόρους — σαρκοβόρος eating flesh masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοβόρων — σαρκοβόρος eating flesh masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»