Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σανδάλια

См. также в других словарях:

  • σανδάλια — σανδάλιον sandals neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Сандалии — (Σανδάλια, ύποδήματα, πέδιλα, y римлян soleae) примитивный, распространенный у древних греков и римлян род обуви. У греков С. известны были еще в Гомеровскую эпоху как обувь мужчин и женщин, а также богов. В классическую эпоху сандалии были… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • SANDALIUM — I. SANDALIUM Insul. parva maris Aegaei, apud Lesbum, et regio Pisidiae, in Asia. Strabo, Steph. II. SANDALIUM munitissimum castrum quondam ab Alexandro M. Macedonum rege, cum Tyrum oppugnaret, in Isthmo et littore maris, inxta limpidum et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • CALIGA — nomen calcei militaris, qui Uncinatus alias dictus est: a quo Caligula Imperator est cognominatus, vide supra in voce Calceus: item in Caligula. Veteris lapidis fragmentum: C. OPPIO. C. F. V. BASSO, P. P. P. C. PR. ID. AUX. LEG. IV. FL. FEL. ET.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • UDO — I. UDO Herulorum Rex, fil. Mistaevonis, summus Christianorum osor, Herulos rexit, tandem ab aliquo Saxone transfuga caesus. Pater Godescalci, qui ante regnum conversus, paternam necem in Saxonibus ultus est: ceterum cum apud suos fidem propagare… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • σανδάλι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (34 κάτ., υψόμ. 350 μ.), στην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κατσιδωνίου. 2. Πεδινός οικισμός (152 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Γιαννιτσών του νομού… …   Dictionary of Greek

  • τυρρηνικός — ή, ό / τυρρηνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τυρσηνικός Α [Τυρρηνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τυρρηνούς ή στην Τυρρηνία νεοελλ. φρ. α) «Τυρρηνική Θάλασσα» τμήμα τής δυτικής Μεσογείου που βρίσκεται μεταξύ τής Κορσικής, τής Σαρδηνίας και τής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»