-
1 σανδάλια
σανδάλιονsandals: neut nom /voc /acc pl -
2 σανδάλια
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σανδάλια
-
3 σανδάλιον
σανδάλιον, ου, τό (Hdt. et al.; Diod S 5, 46, 2; Lucian, Herod. 5; LXX w. the same mng. as in our lit.) dim. of σάνδαλον (Hom. Hymns et al.; Sb 7243, 17 [IV A.D.]; Jos., Ant. 4, 256; loanw. in rabb.) footwear consisting of a sole made of leather or other fabric and held on the foot by means of thongs, sandal ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου put on your sandals Ac 12:8. ὑποδεδεμένος σανδάλια with (nothing but) sandals on one’s feet Mk 6:9.—Pauly-W. I A 2257, II 741–58; Kl. Pauly IV 1541; BHHW III 1738.—DELG s.v. σάνδαλον. M-M. TW. -
4 πολυ-σχιδής
-
5 τροχάς
τροχάς, ἡ, = ἐνδρομίς, gleichsam ein Rennschuh, Hesych., der σανδάλια ἀπὸ αἰγείου δέρματος erklärt.
-
6 λεπτο-σχιδής
λεπτο-σχιδής, ές, fein gespalten, geschlitzt, σανδάλια Cephisod. bei Poll. 7, 87; auch λεπτῶς πεφροντισμένος erkl., B. A. 49.
-
7 ἄνθεμον
-
8 υποδεω
1) подвязывать(τί τινι Her.)
2) med. подвязывать себе, надевать на ноги(κοθόρνους Her.; σανδάλια NT.)
ὑποδήματα ὑποδεδεμένος Plat. — надев обувь, обувшись3) обувать(ся) -
9 καταπελματόομαι
V 0-1-0-0-0=1 Jos 9,5P: to be cobbled, to be clouted (of shoes); τὰ σανδάλια αὐτῶν παλαιὰ καὶ καταπεπελματωμένα their sandals were old with patched soles; neol. -
10 τροχάς
A = σανδάλια ἀπὸ αἰγείου δέρματος, Hsch., cf. Edict.Diocl. in IG22.1120: sg., = gallicula, Gloss. -
11 Τυρρηνικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τυρρηνικός
-
12 ἄζυγος
ἄζῠγος, ον, -
13 ὑποδέω
II esp. underbind the feet, i. e. shoe, because the ancient sandals or shoes were bound on with straps, [καμήλους] ὑ. καρβατίναις Arist.HA 499a29
, cf. Plu.Pomp.24, Paus.10.25.4; so Cobet restores ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, for ὑπὸ ποδῶν, in Pl.Prt. 321b:—mostly in [voice] Med., bind under one's feet, put on shoes, Ar.Av. 492 (anap.), Pl. Smp. 220b; as I was putting on my shoes,Ar.
Ec.36, cf. Thphr.Char.10.14; ὑποδεῖται, for the purpose of going away, Pherecr.153.4 (hex.); οἱ ἔμπαλιν ὑποδούμενοι (v.ἔμπαλιν 11.1
) Pl.Tht. 193c;ὑποδούμενος τὸν ἱμάντα.. τῆς ἐμβάδος ἀπέρρηξα Men.109
.1 of that which one puts on,κοθόρνους ὑποδέεσθαι Hdt.1.155
, cf. 6.125; ὑπόδημα ib.1;τὰς Λακωνικάς Ar.Ec. 269
; Σκυθίκαις ([dialect] Aeol. accus.) Alc.103;τὰς ἐμβάδας Eub. 30
, cf. Theopomp.Com.52;τὰ σανδάλια Act.Ap.12.8
; cf.ὑποδύω 11.1
b:—so in [tense] pf. [voice] Pass., ὑποδήματα, βλαύτας ὑποδεδεμένος, with shoes, slippers on one's feet, Pl.Grg. 490e, Smp. 174a;ἁπλᾶς ὑποδέδενται D. 54.34
: abs., with their shoes on,X.
An.4.5.14;ὥσπερ ὑποδεδ. Arist.PA 687a28
.2 of the foot, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα with the left foot shod, Th.3.22, cf. Arist.Fr.74;θάτερον [πόδα] σανδάλῳ ὑποδεδ. Luc.Hist.Conscr.22
, cf. Ael.VH1.18;ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου Ep.Eph.6.15
.IV ὑποδῆσαι· ἐνεχυρασθῆναι, Ἰταλιῶται, Hsch. -
14 βλαύτη
Grammatical information: f.Meaning: `slipper' (Com.).Other forms: βλαῦδες ἐμβάδες, κρηπῖδες, σανδάλια H. (reshapingof βλαῦται after ἐμβάδες is hardly the solution; s. below).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: A foreign word (Schwyzer 61), prob. Pre-Gr. (τ\/δ).Page in Frisk: 1,242Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλαύτη
-
15 ὑποδέω
ὑποδέω (Aristot. et al.; 2 Ch 28:15) predom. mid. in our lit. (aor. act. ὑπέδησα only LXX) and elsewh.: ὑποδέομαι (so Hdt., Aristoph. et al.) 1 aor. ὑπεδησάμην; pf. ptc. ὑποδεδεμένος tie/bind beneath, put on, of footwear (so the mid. since Alcaeus 21 Diehl2 [318 L-P.]); w. acc. either of what is put on the foot (Hdt. et al.; ὑποδήματα X., Mem. 1, 6, 6; Pla., Gorg. 490e; PGM 4, 934; 2123 σάνδαλα; 7, 729 ὑποδήματα) ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου Ac 12:8; cp. Mk 6:9, or of a part of the body that is covered (foot Thu. 3, 22, 2 τὸν ἀριστερὸν πόδα ὑποδεδεμένος; Lucian, Hist. Conscrib. 22; Aelian, VH 1, 18) τοὺς πόδας put shoes on the feet Eph 6:15.—DELG s.v. 1 δέω. M-M. TW.
См. также в других словарях:
σανδάλια — σανδάλιον sandals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Сандалии — (Σανδάλια, ύποδήματα, πέδιλα, y римлян soleae) примитивный, распространенный у древних греков и римлян род обуви. У греков С. известны были еще в Гомеровскую эпоху как обувь мужчин и женщин, а также богов. В классическую эпоху сандалии были… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek
SANDALIUM — I. SANDALIUM Insul. parva maris Aegaei, apud Lesbum, et regio Pisidiae, in Asia. Strabo, Steph. II. SANDALIUM munitissimum castrum quondam ab Alexandro M. Macedonum rege, cum Tyrum oppugnaret, in Isthmo et littore maris, inxta limpidum et… … Hofmann J. Lexicon universale
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
CALIGA — nomen calcei militaris, qui Uncinatus alias dictus est: a quo Caligula Imperator est cognominatus, vide supra in voce Calceus: item in Caligula. Veteris lapidis fragmentum: C. OPPIO. C. F. V. BASSO, P. P. P. C. PR. ID. AUX. LEG. IV. FL. FEL. ET.… … Hofmann J. Lexicon universale
UDO — I. UDO Herulorum Rex, fil. Mistaevonis, summus Christianorum osor, Herulos rexit, tandem ab aliquo Saxone transfuga caesus. Pater Godescalci, qui ante regnum conversus, paternam necem in Saxonibus ultus est: ceterum cum apud suos fidem propagare… … Hofmann J. Lexicon universale
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
σανδάλι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (34 κάτ., υψόμ. 350 μ.), στην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κατσιδωνίου. 2. Πεδινός οικισμός (152 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Γιαννιτσών του νομού… … Dictionary of Greek
τυρρηνικός — ή, ό / τυρρηνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τυρσηνικός Α [Τυρρηνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τυρρηνούς ή στην Τυρρηνία νεοελλ. φρ. α) «Τυρρηνική Θάλασσα» τμήμα τής δυτικής Μεσογείου που βρίσκεται μεταξύ τής Κορσικής, τής Σαρδηνίας και τής… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek