-
1 σανίδι
σανίςboard: fem dat sg -
2 προσπασσαλεύω
A nail fast to,σε τῷδε.. πάγῳ A.Pr.20
; [ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ Ar.Pl. 943
; but in Hdt.9.120, σανίδα (or σανίδας) προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) (nisi leg. σανίδι):—[voice] Pass.,προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Men.535.1
; τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας.. προσπεπ. Luc.DMar.14.3: metaph., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος fixed to the spot, Hegesipp.Com.1.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπασσαλεύω
-
3 σανίς
A board, plank, timber,σ. πτελεΐνη IG12.313.133
, cf. 22.1672.168, Plb.1.22.9, AP9.269 (Antip. Thess.), Act.Ap.27.44, etc.;σ. ἄξοος Call.Fr. 105
:—hence anything made thereof,1 door, Hom. always in pl., folding doors, Il.12.453, 461, Od.22.128, etc.; κολληταὶ ς. Il.9.583;σ. πυκινῶς ἀραρυῖαι, δικλίδες Od.2.344
, cf. Il.21.535; πύλῃσιν ἐπικεκλιμέναι ς. 12.121: rarely in sg., E.Or. 1221.6 in pl., wooden tablets for writing on, E.Alc. 967 (lyr.): esp.at Athens and elsewh., tablets covered with gypsum, on which were written all sorts of public notices, esp. the causes for hearing in the law-courts, Ar.V. 349, 848; laws to be proposed, Decr. ap. And.1.84; laws corrected by the Thesmothetae, Aeschin.3.39; lists of officers, Lys.26.10; accounts, IG12.374.190; names of debtors, D.25.70 (in sg.), Isoc.15.237: sg. also in SIG 975.30 (Delos, iii B.C.); at Rome, of the tables on which the laws were written, D.C.42.32.b pl., painted panels, pictures, SIG 977a10 (Delos, ii B.C.).7 plank to which offenders were bound or nailed, ζῶντα πρὸς σανίδα διε- (v.l. προσδιε-)πασσάλευσαν Hdt.7.33
;σανίδι προσπασσαλεύσαντες Id.9.120
, cf. Cratin.341;ἐν τῇ σ. δῆσαι, πρὸς τῇ σ. δεῖν Ar.Th. 931
, 940; J.
См. также в других словарях:
σανίδι — το / σανίδιον, ΝΜΑ, και σανίδιν Μ [σανίς, ίδος] νεοελλ. 1. η σανίδα 2. συνεκδ. η σκηνή τού θεάτρου («βγήκε πολύ μικρή στο σανίδι») μσν. συνεκδ. μικρό τραπέζι τεχνίτη από σανίδες, μικρός πάγκος από σανίδες αρχ. (με υποκορ. σημ.) 1. μικρός δίσκος ή … Dictionary of Greek
σανίδι — σανίς board fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρίτης — και ακρίτας, ο (Μ ἀκριτης και ἀκρίτας) νεοελλ. 1. φύλακας, φρουρός και γενικά κάτοικος παραμεθόριας περιοχής 2. το πρώτο σανίδι που κόβεται με το πριόνι από τον κορμό δέντρου 3. το ακραίο σανίδι τής βάσης ενός βαρελιού, που έχει ημικυκλικό σχήμα… … Dictionary of Greek
ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… … Dictionary of Greek
σαλτιμπάγκος — ο, Ν 1. ηθοποιός τής υπαίθρου, σχοινοβάτης, ακροβάτης ή θαυματοποιός 2. μτφ. άτομο που ενεργεί ευκαιριακά και επιπόλαια χωρίς να έχει σταθερές βάσεις και συγκεκριμένους στόχους, άνθρωπος χωρίς σταθερές αρχές, απατεώνας, αγύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
γλιστερός — ή, ό 1. ολισθηρός («γλιστερό πάτωμα») 2. επικίνδυνος 3. λείος («γλιστερό σανίδι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *γλιστρ ερός (με ανομοίωση) < γλίστρα < γλιστρώ] … Dictionary of Greek
κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… … Dictionary of Greek
κοντραπλακέ — το λεπτό λείο σανίδι που αποτελείται από λεπτότερες ξύλινες επενδύσεις πιεσμένες και συγκολλημένες κατά στρώματα και τοποθετημένες με τρόπο ώστε οι ίνες τους να διασταυρώνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. contreplaque] … Dictionary of Greek
κρεατοσάνιδο — το ξύλινη σανίδα πάνω στην οποία κόβεται το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + σανίδι] … Dictionary of Greek
ξακρίδι — το 1. το πρώτο και το τελευταίο σανίδι ενός κορμού δέντρου ο οποίος πριονίστηκε κατά μήκος 2. το τμήμα που κόβεται, που αφαιρείται από τα άκρα ενός μεγάλου τεμαχίου, φύλλου χαρτιού, υφάσματος, δέρματος 3. μτφ. άχρηστο υπόλειμμα, απόρριμμα.… … Dictionary of Greek
πέταυρο — το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές νεοελλ. λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση μσν. αρχ. σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες 2.… … Dictionary of Greek